Υπόμνημα

Όταν μου ζητούν να μιλήσω για τη δουλειά μου, είναι σαν να μου ζητούν να την «κακοποιήσω». Όσο κολακευτικά και να είναι τα κείμενα εκείνων που ασχολήθηκαν με το έργο μου, πάντα μου αφήνουν μια γεύση αλλοίωσης. Καθώς, λοιπόν, μιλώ για αυτήν, επιστρατεύω όσο μαζοχισμό διαθέτω, γιατί νοιώθω να μπαίνω σε μια διαδικασία αυτοαναίρεσης. Εδώ, ακόμα και στην ίδια την καλλιτεχνική διαδικασία υπάρχει κάπου κρυμμένος ο κίνδυνος, να στραφεί το έργο και η διαδικασία σε εκείνες τις περιοχές που ποτέ δεν θέλησε ο καλλιτέχνης, που δεν είναι λειτουργικές σε σχέση με το έργο και τέλος σε περιοχές λειτουργικότητας που δεν τον εκφράζουν. Πόσο μάλλον, όταν προσπαθεί ο καλλιτέχνης να προσδιορίσει το έργο του σε μια γλώσσα που δεν είναι η «μητρική» του και φυσικά δεν χειρίζεται με τόσο ευκολία.

Στη δουλειά μου, προσπαθώ να εμπιστεύομαι το ένστικτο μου, που έτσι ή αλλιώς… «Άξιον Εστί». Πειραματίστηκα σε αρκετές περιοχές καλλιτεχνικής έκφρασης, προβληματίστηκα στο πνευματικό όσο και στο πρακτικό μέρος του έργου. Η τεχνική αρτιότητα και η γοητεία του υλικού ήταν πάντοτε στις προθέσεις μου (οι σπουδές μου στην κεραμική ήταν αρωγός). Η ζωγραφική σε τελάρο, οι προσθήκες και επικολλήσεις αντικειμένων, είναι η αρχή του έργου μου και η οποία μου έδωσε την αίσθηση των πρώτων εικαστικών μου κατακτήσεων. Σ΄ αυτή την ενότητα της δουλειάς μου, κατά καιρούς αναδράμω και αναφέρομαι, ακόμα και μέσα από έργα που θα χαρακτήριζε κανείς σαν αμιγή περιβάλλοντα. Τα θέματά μου, όσο αυτό ήταν δυνατόν,  προέρχονταν από εσωτερικά βιώματα καθώς και από την περιοχή του ενστίκτου και του ασυνείδητου.

Πιστεύω πολύ στις δυνατότητες επεξεργασίας που προσφέρουν αυτές οι περιοχές της ύπαρξής μας, αυτές οι οντολογικές μας συνιστώσες τόσο σε επίπεδο αντικειμενικών δεδομένων, όσο και  σε επίπεδο εντυπώσεων και αισθημάτων. Δηλαδή, μύθοι, δοξασίες, βιολογικό προτσές, στοιχεία κοσμογονικών εκδοχών, στοιχεία του αρχετυπικού γίγνεσθαι, σύμβολα από μυστικούς κώδικες που παραπέμπουν ωστόσο σε επιστημονικά «σήματα» μέσα σε μια ατμόσφαιρα ονειρικής αγριότητας.

Μέσα από όλα αυτά προέκυψαν τα εκτυφλωτικά έντονα χρώματα και οι παραμορφώσεις στις φόρμες που χρησιμοποίησα Στην αμέσως επόμενη ενότητα, τους «Λόγους», εμφανίζονται φόρμες από τεράστιες γλώσσες, στοιχεία εκφοράς «λόγου» και «εξόδου». Από εκεί οδηγούμαι στο «βιβλίο» ως αντικειμένου εικαστικής χρήσης. Λόγοι – Γλώσσες – Βιβλία.

Τα υλικά που μου υπαγορεύτηκαν κατά καιρούς για τις εκάστοτε εργασίες μου, αναφέροντας μόνο μερικά ήταν: μισοκαμένα ή άθικτα βιβλία, κερί μελισσών, αλεύρι, στάχτη, φύλλο χρυσού, εκκρίματα και νεκρωμένα στοιχεία του σώματος (όπως ιδρώτας, νύχια, μαλλιά), ηχογραφημένοι χτύποι καρδιάς κ.α. Τα υλικά αυτά ήταν αποτέλεσμα εσωτερικών μου αναγκών τη δεδομένη στιγμή, τη στιγμή δηλαδή της πραγματοποίησης του έργου, απαραίτητα για την υλοποίησή των άϋλων εσωτερικών μου αναγκών. Πατά την ετερογένεια και τη ποικιλομορφία τους ήταν απολύτως απαραίτητα. Αναφέρομαι στη σειρά «Λόγος» των καμένων βιβλίων, που χρησιμοποίησα το καθαρό κερί, το βιβλίο και τη φωτιά (παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μουσείο των Σκοπίων το 1988 και στο Βαφοπούλειο το 1990). Αν δεχθούμε ότι το βιβλίο αντιπροσωπεύει τη συνείδηση του κόσμου η πραγματική συνείδηση καίγεται ως ταπείνωση και λάμπει. Γίνεται σκιά και καθρέπτης.

Στα έργα με τον τίτλο «Σημείον – Έρημος» που εκτέθηκαν στην αίθουσα τέχνης «Μύλος» (1993) σημείο αναφοράς στάθηκε η Περιπλάνηση. Οι αναζητήσεις της Περιπλάνησης, οι εμπειρίες της και γενικότερα η πορεία στην έρημο. Και για εμένα έρημος σημαίνει το στίγμα του αναχωρητισμού, του πιο ουσιαστικού ανθρώπινου περιθωρίου, εκεί που χάνονται ή συναντιούνται οι δρόμοι της δημιουργίας. Δρόμοι οριζόντιοι και κατακόρυφοι. Αλλά και σκάλες ονείρου, σημάδια ανόδου και πτώσης, μέσα πραγμάτωσης και επικοινωνίας του γήινου με το υπερβατικό.  Από την κατακόρυφη διεύθυνση και την έκφραση της έκστασης και της πτώσης, οδηγούμαι στη λειτουργική οριζοντιότητα του αντικειμένου –  κρεβάτι, ως χώρου συνάντησης απουσίας και στοχασμού, ονείρου και κάθαρσης (Γκαλερί Λόλα Νικολάου 1995).

Αμέσως μετά ο προβληματισμός μου στρέφεται αφενός στο δικό μου εικαστικό  παρελθόν, έτσι ώστε δι’  αυτού, να απαντήσω στο ερώτημα που μου υπέβαλλε η ενότητα Σημείον – Έρημος . Δηλαδή, πως θα φέρω τον θεατή μέσα στο έργο μου, δίνοντάς του τη δυνατότητα να κινείται μέσα σ’ αυτό.

Έτσι το 1996, παρουσίασα στην Κοπεγχάγη την εγκατάσταση «Χρυσό μου Ψυγείο». Στην οποία καταγράφονται εικαστικοί μου προβληματισμοί και μνήμες.

Το 1998, στη γκαλερί Λόλα Νικολάου παρουσίασα «Το Βουνό», μια ογκώδη φόρμα καλυμμένη από φύλλα χρυσού και πολυελαίους, καθαρά μεταφυσική, η οποία αντίθετα με το «Χρυσό μου Ψυγείο» υποχρέωνε το θεατή να την περιεργαστεί εξωτερικά.

Στην τελευταία μου δουλειά με τίτλο «Τρυφερές Μπαλάντες για ευαίσθητους Βιομηχάνους» (γκαλερί «7» 2000) συνυπάρχουν τα έργα «Το Εργοστάσιο», «Το Κρεβάτι Κύμα» και « Η Καρέκλα του Μάρξ». Πρόκειται για έργα χώρου με βασικό υλικό το ξύλο, τηλεοράσεις που προβάλλουν βίντεο φιλμ με επιλεγμένους ήχους και εικόνες και ένα βιβλίο.

Μια συνύπαρξη στοιχείων πάκτωσης, εξέλιξης και πορείας, όπου χρησιμοποιούνται πανανθρώπινα σύμβολα και η σύγχρονη τεχνολογία. Η « Καρέκλα του Μαρξ», κλεψύδρα, κάτοπτρο, μηχανισμός εγκλωβισμού και εκτόξευσης. Το «Κρεβάτι Κύμα» είναι μια ημιτονοειδής καμπύλη, σπειροειδής εξέλιξη, στάσιμο κύμα. Το «Εργοστάσιο» διατυπώνει την ερώτηση: Πότε τέλειωσε η Βιομηχανική Επανάσταση; Μήπως είμαστε στην προβιομηχανική εποχή; Η Κυβερνητική θα λύσει ποτέ το πρόβλημα του ορισμού του ανθρώπου και της Μηχανής;

Χωρίς να μπορώ να καθορίσω την επόμενη κίνηση, το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν πρόκειται να γίνω θύμα ενός στείρου αισθητικού φορμαλισμού αλλά θα επιδιώκω αδιαπραγμάτευτη την ελευθερία μου μέσα στην τέχνη.

Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2000