Οι μπαλάντες της πρόκλησης

Οι γνώσεις του Δ. Ξόνογλου αλλά και η ευαισθησία του, του επέτρεψαν να «ζωγραφίζει» εικόνες στο χώρο, δανειζόμενος υλικά και τεχνικές από διαφορετικές στιγμές της ιστορίας της τέχνης παραμένοντας όμως ένας σύγχρονος εκφραστής και διανοούμενος.

Ο καλλιτέχνης στο 2000 είναι απόλυτος, ασκητικός, αφήνει πίσω του την ευδαιμονία του χρώματος και τον αισθησιασμό της αφής των υλικών του, ακόμα και την χρήση της φωτιάς. Σήμερα τα μέσα του είναι σύγχρονα, η διάθεσή του όμως και η στάση του δεν έχουν αλλάξει. Ο τίτλος της τελευταίας του ενότητας είναι «τρυφερές μπαλάντες για ευαίσθητους βιομηχάνους».

Η σαρκαστική διάθεση του Δ. Ξόνογλου είναι μεγάλη η δε αμεσότητα έκφρασης του λόγου αμείλικτη. Αυτό όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι η άνεση με την οποία κινείται αυτός ο ρομαντικός, ο λάτρης των υλικών, στο χώρο των νέων μέσων, καθώς και η οξύτητα και η καθαρότητα της φόρμας του.

Τα τρία βασικά έργα της ενότητας, είναι το εργοστάσιο, το κρεβάτι κύμα, και η καρέκλα του Μαρξ, τα οποία αποτελούν το καθένα αυτοτελές έργο.

Το εργοστάσιο είναι μία ξύλινη κατασκευή, προσομοίωση εργοστασίου, με τρία ακτινωτά κτίρια με επικλινείς στέγες και φουγάρα, στις άκρες των οποίων είναι ενσωματωμένες οθόνες στις οποίες προβάλλονται video φίλμς με ήχο. Το προκλητικό περιεχόμενο των video αποτελεί μια σύγχρονη εικαστική εκδοχή της αλυσίδας παραγωγής καθώς και της ποιότητας της αξίας, των τελικών προϊόντων.

Σήμερα που η αποϋλοποίηση είναι ένας όρος της μόδας και που ακόμα και οι χρηματιστηριακές αξίες, μετατρέπονται σε άυλους τίτλους ο Δ. Ξόνογλου βρίσκει αφορμή για να σαρκάσει την υλοενεργειακή ανακύκλωση του έξω, αλλά και του έσω κόσμου. Βασίζεται γι’ αυτό στη θεωρία των αρχαίων Ελλήνων σύμφωνα με τους οποίους «τα αέρια είναι ύλη, αλλά η λιγότερο υλική από όλες τις άλλες».

Το κρεβάτι κύμα που εκτίθεται, είναι και αυτό κρεμασμένο στον τοίχο όπως και άλλα στο παρελθόν, άρα είναι προφανές ότι πρόκειται για αντικείμενο του οποίου η λειτουργία έχει ανατραπεί και κατά συνέπεια αποτελεί ου-τοπία, η όποια συσχέτισή του – πέραν της εννοιολογικής – με την έννοια της ανάπαυσης ή του ύπνου. Το κρεβάτι αυτό διαθέτει ρυθμό και μουσικότητα, όμως έχει δομή περίπλοκη που θυμίζει περίτεχνο ξύλινο δάπεδο. Πρόκειται για ένα σχήμα που παραπέμπει σε μια γεωμετρική πρόοδο κάτι σαν κύμα που χωρο-χρονικά επεκτείνεται στο διηνεκές.

Η καρέκλα του Μαρξ, είναι μια σύνθετη κατασκευή, στην οποία βέβαια δεν μπορεί κανείς να καθίσει αφ’ ενός διότι το κάθισμά της είναι μία πυραμίδα αφ’ ετέρου διότι βρίσκεται ήδη «καθισμένο» στην κορυφή της πυραμίδας το κεφάλαιο του Μαρξ και το κατοπτρικό είδωλο της όλης κατασκευής.

Και τα τρία έργα, δεν είναι, παρά μόνο εικαστικές πραγματώσεις της ιδέας της ουτοπίας και των αναθεωρημένων θεωριών και των χρεωκοπημένων οραμάτων.

Με την προσμονή της υποσχόμενης ανάπαυσης, με τον όψιμο ρομαντισμό της άλλοτε κραταιάς μοντέρνας βιομηχανίας, με την προσδοκία της κοινωνικό πολιτικό-οικονομικής εξίσωσης, ο άνθρωπος υποκύπτει αδιάκοπα στον πειρασμό της ουτοπίας και προσπαθεί να της δώσει σάρκα και οστά.

Όμως μόνο η τέχνη μπορεί να υλοποιήσει οράματα και ουτοπίες. Ο Δημήτρης Ξόνογλου «παγιδεύει» σ’ αυτή την ενότητα το ανέφικτο και με τρόπο επίκαιρο δίνει άλλο ένα δείγμα της δύναμης του εικαστικού λόγου.

Κατερίνα Κοσκινά

Μάρτιος 2000