Κριτική του Εμμανουήλ Μαυρομμάτη
Ο Δημήτρης Ξόνογλου εργάζεται με υλικά που παραπέμπουν σε γενικές αλλά και σε καθοριστικές ταυτόχρονα, έννοιες: αυτή είναι η εργασία του των τελευταίων χρόνων στην οποία οι εκάστοτε, πάντοτε οι ίδιοι και εναλλασσόμενοι παράμετροι της καλλιτεχνικής οργάνωσης συσχετίζονται για να μεταφέρουν στον ευρύτερο νοητό χώρο συνειρμούς, που εκείνοι είναι όμως ακριβείς και συγκεκριμένοι. Αυτή είναι η σύνθεση που επιδιώκει πολλαπλασιάζοντας τα αρχικά δεδομένα βάσεως που χρησιμοποιεί ως εκφραστικά του μέσα. Αυτά τα ίδια αρχίζουν να συνιστούν έτσι μια γλώσσα διατύπωσης των ιδεών μέσω των διαπλοκών τους. Οι διαπλοκές επίσης ακολουθούν με τη σειρά τους συστήματα ρυθμών. Είναι ρυθμοί επαναληπτικοί στους οποίους η επαναφορά του αρχικού συσχετισμού είναι παντού ταυτόσμη ως προς το σύστημα που ακολουθεί και είναι διαφοροποιημένη ως προς την εσωτερική της οργάνωση. Η κάθε σελίδα των βιβλίων του που επανέρχεται ως έννοια, ως η επισήμανση, είναι η ίδια η αποτύπωση μιας πρωτοβουλίας ως προς την οργάνωσή της, αλλά η οργάνωση του συνόλου των συνοψίζει την υπαγωγή αυτών των ελευθεριών σε ένα σύστημα. Προκύπτουν πολλαπλότητες καταμερισμένες στις εκάστοτε τοπικές τους ελευθερίες.
Η εργασία του συνιστά ένα είδος αντιπαράθεσης, ένα είδος υλικής έμφασης ως προς την προοπτική, απώτερη παραπομπή σε μια παρουσία της που θα απουσιάζει. Κατά κάποιο τρόπο στις εικόνες του είναι όλα εξαρχής εκεί: εργάζεται διασυνδέοντας το κάψιμο μια συγκεκριμένης υλικής μορφής της πληροφόρησης, της γνώσης, της νόησης (της ιστορίας) με τη διαφανή της επικάλυψη ώστε το προστατευόμενο και να είναι αναγνώσιμο αλλά και να προστατεύεται εύθραυστα από μια λεπτή φλούδα κεριού που λειτουργεί ως η πρόσκαιρη, ως η ασταθής του ασφάλεια. Έτσι, καλύπτει το καμμένο χαρτί με το κερί λυωμένο από τη φωτιά, και τα δύο σε μια σχέση αστάθειας ή μιας επισφαλούς σταθεροποίησης. Σε άλλες εργασίες του συγκεντρώνει σε σωρούς τα αποκαϊδια του καμμένου χαρτιού και αλλού συνδυάζει αυτά τα καμμένα βιβλία με σωρούς από αλεύρι, στους οποίους το κερί και το αλεύρι συνθέτουν ένα είδος βιολογικού νήματος, από τη ζωϊκή μέχρι τη νοητική κλίμακα της συντήρησης, μέσω μιας εξασφάλισης – διασύνδεσης που επισημαίνεται από το κερί ως η από την ύλη του, δυνατότητά του της ανακύκλωσης.
Αυτές λοιπόν οι ρευστές εικόνες στις οποίες το κερί λειτουργεί και ως το χρώμα, κατά την ελευθερία της εξάπλωσής του και του σταξίματός του, παρουσιάζονται ως εικόνες διπλές, δηλαδή ως οι εικόνες των οποίων η εκάστοτε συγκρότηση θα μπορούσε να είναι και η σταθερή, η μόνιμη άλλη όψη μιας συνεχούς απεριόριστης δυνατότητας από άλλες, ανάλογες συγκροτήσεις επίσης ελεύθερες, ανασυντασσόμενες και επεκτεινόμενες, σε μια ανοιχτή ανακύκλωση των σχέσεων και των νοήσεων. Τέλος, η διπλή όψη εμφανίζεται κάτω από το έμβλημα μιας συνεχούς παραπομπής κατά την οποία η εκάστοτε εικόνα – υλοποίηση της διπλής της έννοιας συνιστά το παράδειγμα μιας προσεχούς επανάληψης και συνεπώς απουσιάζει εν όψει ενός αναμενόμενου, προσεχούς σχηματισμού της μέσω του ορίζοντά της που αδιάκοπα επεκτείνει (αναβάλλει) και σχηματίζει.
Από την πλευρά της υλοποίησης η εργασία εμφανίζεται έτσι να συγκροτεί μια κλασική δομή κατά το ποσοστό της διαπραγμάτευσης της καλλιτεχνικής εργασίας από την πλευρά των παραπομπών της, ως δηλαδή να είναι εκείνη το επισφαλές και το εύθραυστο παράδειγμα των ιδεών που απουσιάζουν. Αυτή όμως είναι και η άλλη όψη της συμμετοχής του έργου στα σύγχρονα κίνητρα κατά τα οποία η παραπομπή είναι αλλού, σε μια συνεχώς επεκτεινόμενη και διαφεύγουσα (ή συνεχώς εμπλουτιζόμενη) έννοιά της. Από εκεί, ταυτόχρονα και η παραστατική ικανότητα αυτών των εργασιών να σχηματίζουν την εικόνα από διαφεύγοντα σημεία, ισότιμα όλα μεταξύ τους και εναλλάξιμα όπου το καμμένο βιβλίο, το αλεύρι και το κερί, συνιστούν την ενότητα της ιδέας αλλά και μια ενότητα παράστασης, μια σύνθεση νοητή αποκλειστικά στην υπέρτατη έντασή της, δηλαδή στο μέγιστο της διαπραγμάτευσης όλων όσων θα είναι σε θέση να οριστούν ως οι σχέσεις στο εσωτερικό της.
Από την άλλη πλευρά, η εργασία χρησιμοποιεί τα διαδικαστικά δεδομένα μιας σύγχρονης συνθήκης και μιας συνθήκης ιστορικής κατά την οποία η απεριόριστη σειραϊκή επέκταση των σελίδων ως η δυνατότητα του εκάστοτε άπειρου έργου, του διαρκώς επεκτεινόμενου στη συγκεκριμένη του διατύπωση, να συνιστά και το μορφοπλαστικό χαρακτηριστικό της διασύνδεσης με τα κινήματα των ιδεών της σύγχρονης εικαστικής έκφρασης: επεκτασιμότητα της σειράς με εκκίνηση την επίπεδη επιφάνεια του πίνακα, χειρονομιακό της χρήσης της ύλης (του κεριού) κατά το στάξιμό του και την στιγμιαία του, μη προβλεπόμενη ανάπτυξη, εμμονή στην υλικότητα της εικόνας που γίνεται κάθε φορά συγκεκριμένη, παραπέμποντας ταυτόχρονα σε όλες τις άλλες, εν δυνάμει υλικές της εικονογραφήσεις. Η εργασία εμφανίζεται έτσι να συγκεντρώνει τους χαρακτήρες μιας σύγχρονης συνθήκης κατά την οποία η αναζήτηση επιδιώκοντας να μη προσκολληθεί σε ένα καταληκτικό είδος εικόνων τις αναγγέλλει ως η σειρά αλλά και ταυτόχρονα τις διεκδικεί ως υλικότητες, δηλαδή ως τις ακραίες συγκεκριμένες και τοπικές επισημάνσεις των ιδεών. Σ’ αυτό το σύγχρονο περιβάλλον των εικονογραφικών ερωτήσεων κινείται αυτή η εργασία που ανακυκλώνει σε διάφορες φάσεις την εικόνα και την παραπομπή, την ύλη και την ιδέα της, την επέμβαση στην ύλη και την χειρονομιακή διατύπωση της ιδέας.
Εμμανουήλ Μαυρομμάτης