Το alter ego του Ξόνογλου – Έκθεση έργων της περιόδου 1978-1985
Η έκθεση αυτή, με τίτλο «Ζωγραφική», έρχεται ίσως στην πιο κατάλληλη στιγμή της πορείας του καλλιτέχνη, η οποία μετά το 1985 εγκατέλειψε το κάδρο των δύο διαστάσεων και σταδιακά επεκτάθηκε στο χώρο. Ο Ξόνογλου καταγράφεται πλέον στη συνείδηση κοινού και κριτικής ως ένας από τους εκπροσώπους της γενιάς που δεν είδε την Τρίτη διάσταση της ζωγραφικής ως ψευδαίσθηση του χώρου, αλλά ως πραγματικότητα και ισότιμη αξία με τις άλλες δύο. Πιστεύω ότι η πορεία του Δ. Ξόνογλου, από το 1985 και μετά, παρά το γεγονός της εξόδου στο χώρο και της χρήσης, σχεδόν με αποκλειστικότητα, των λεγομένων μη καλλιτεχνικών υλικών (κερί, αλεύρι, φύλλα χρυσού, αποκαΐδια, φτωχά υλικά κ.α.) δεν έχασε ποτέ τη ζωγραφικότητά της, τις πλαστικές αξίες του χρώματος και της φόρμας. Απλώς, τον εικαστικό του λόγο δεν είναι πλέον σε θέση να τον αποτυπώσουν παραδοσιακά μέσα της ζωγραφικής, αλλά υλικά και τεχνικές που η φύση τους παρέχει τη δυνατότητα να γίνουν φορείς της αισθητικής που αντανακλά τον προβληματισμό του καλλιτέχνη.
Ο Ξόνογλου, λοιπόν, παρουσιάζει έργα από το 1978 μέχρι το 1985, γνωστά και άγνωστα στο κοινό. Έργα μιας περιόδου εξαιρετικά γόνιμης και ενδιαφέρουσας. Ορισμένα από αυτά είχαν παρουσιαστεί σε μια από τις πρώτες ατομικές του εκθέσεις στην Αθήνα και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη, (π.χ. οι «Λόγοι») όταν στη διεθνή σκηνή η ιταλική μετα-πρωτοπορία (Transavanguardia) εντυπωσίαζε και προκαλούσε με τις ακραίες καλλιτεχνικές και αισθητικές της επιλογές. Τότε, πολλοί ήταν εκείνοι, και μάλιστα από τους σημερινούς «κατέχοντες» της πόλης μας, που σχεδόν εξαγριώθηκαν και έκριναν αρνητικά εκείνα τα έργα, δίχως φυσικά να έχουν αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται. Σήμερα μετά από είκοσι σχεδόν χρόνια έρχεται η πικρή δικαίωση. Πικρή, επειδή το έργο του Ξόνογλου όχι μόνον ήταν ισότιμο με των Ιταλών της μετα-πρωτοπορίας, της οποίας τη γένεση έζησε από κοντά ο καλλιτέχνης, αλλά συνιστούσε την ελληνική εκδοχή, την ανάγνωση του ήθους της εποχής μέσα από καθαρά ελληνικά βιώματα και αξίες. Η επίσημη κριτική αλλά και η ιστορική ανάγνωση της ελληνικής τέχνης των χρόνων του 1975-85, εντόπισε εκ των υστέρων το έργο εκείνης της εποχής.
Η έκθεση έρχεται να δείξει, παράλληλα, και ένα επιπλέον στοιχείο. Το στοιχείο της συνοχής του έργου του Δ. Ξόνογλου. Η μεταφυσική των εικόνων, το επιθετικά δραματικό στοιχείο, η υπερβολή, η σκηνοθεσία του έργου, η ευρηματικότητα και η ειρωνική αποστασιοποίηση από την ευδαιμονία του εφήμερου, είναι στοιχεία που θα συναντήσουμε και στην επόμενη περίοδο του καλλιτέχνη. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εικαστικές λύσεις που δίνει στις μεγάλες του συνθέσεις (π.χ. «Εγένετο Φως»), οι οποίες εφαρμόζονται με διαφορετικό τρόπο, στην ουσία όμως η συνθήκη εξακολουθεί να είναι ίδια. Δηλαδή η εμπιστοσύνη στο σχεδιαστικό ένστικτο, η γοητεία του αυθαίρετου, του βιωματικού, κυρίως όμως η οραματική εικόνα που είναι, σε τελική ανάλυση, το motto grosso της καλλιτεχνικής του συμπεριφοράς. Μια εικόνα που η καταγωγή διαμορφώνει τον υπερβατικό της χαρακτήρα (το γαϊδουράκι, οι φράουλες κ.α.), ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο συλλογίζεται, ζει και κινείται ο Δημήτρης Ξόνογλου.
Του Χάρη Σαββόπουλου, κριτικού της τέχνης
Εφημερίδα Αγγελιοφόρος της Κυριακής
5 Νοεμβρίου 2000 (σελ. 32)