Η ζωγραφική του Δημήτρη Ξόνογλου
Ο Δημήτρης Ξόνογλου ξεκίνησε με μια μυθολογία εντελώς προσωπική, που πρέπει να ‘χει ενδιαφέρον και για τους κριτές ονείρων και για τους ψυχαναλυτές. Εμένα, μ’ ενδιαφέρει από την πρώτη του ατομική έκθεση του 1982, για τη σχεδιαστική του ικανότητα και τα πολύ έντονα χρώματα των φανταστικών τοπίων όπου διαδραματίζονται τα οράματά του, που μου θύμιζαν, σε αντίληψη, ορισμένα τοπία του Καντίνσκυ. Όσο για τις φιγούρες του, μιας συγκεκριμένης περιόδου – χελώνες, πουλιά, πετούμενα γαϊδούρια, που ισορροπούν μαζί με κλαδιά δέντρων και φέτες καρπούζια και άλλα απρόοπτα αντικείμενα απάνω σε υπερμεγέθη αντρικά κεφάλια – αυτές θυμίζουν, τις ιπτάμενες φιγούρες του Σαγκάλ. Εκείνες όμως ανακαλούν συγκεκριμένα ρωσο-εβραϊκά παραμύθια, ενώ του Ξόνογλου είναι ολότελα προσωπικά. Με Σαγκάλ λοιπόν και με Καντίνσκυ βλέπω «συναντήσεις» του Ξόνογλου. Δεν υπαινίσσομαι καθόλου ότι τους «γνωρίζει», τους έχει μελετήσει ή τους «μιμείται». Τα οράματά του είναι αυθύπαρκτα, προσωπικά. Ίσως βγαίνουν από συγγενή προς εκείνους ιδιοφυία που αρδεύεται από μια «σλαβική», θα αποτολμούσα να πω (μιλώντας βέβαια εικαστικά), φλέβα που διατρέχει το έργο του.
Από το 1986 φαίνεται να ‘χει αλλάξει ο Ξόνογλου το εσωτερικό του τοπίο. Προσεγγίζει πιο «μεσογειακά» το πρόβλημα της έκφρασης μεσ’ από τη ζωγραφική, εννοώ ότι λιγοστεύουν στη δουλειά του τα συγκινησιακά, εξπρεσιονιστικά στοιχεία και εισάγονται στοιχεία μιας πιο «διανοητικής» διαδικασίας, εξίσου πηγαίας και πρωτογενούς όπως κι η προηγούμενη. Και το πηγαίο πρέπει να τονισθεί. Γιατί δεν παραβλέπουμε ότι ο Ξόνογλου είναι ζωγράφος με πλούσια παίδευση κι ενημέρωση σε όλες τις εξελίξεις της σύγχρονης τέχνης, σπούδασε άλλωστε στη Ρώμη ζωγραφική και κεραμική, και μπορούσε να είχε επηρεαστεί. Όσο κι αν έχει αφομοιώσει όλα τα διδάγματα της μετα-πικασικής και μετα-ντανταϊστικής τέχνης, παραμένει ζωγράφος που ακολουθεί την προσωπική αυθορμησία του.
Σήμερα, λοιπόν, εμφανίζεται λιγότερο «συγκινησιακός», πιο «διανοητικός». Εκφράζεται πάντα με μέσα συμβατικά – αν και τα υλικά του δεν είναι όλα της «ορθόδοξης» ζωγραφικής – αλλά με μια διαδικασία, που χρησιμοποιεί το αντικείμενο – το μισοκαμμένο βιβλίο, τη σπαραγμένη σελίδα – όχι τόσο μέσ’το πνεύμα του Ντυσάν όσο σ’εκείνο του Μπόυς της φθοράς της ύλης, αλλά και ως πηγή χρώματος με μια διάθεση «γεωμετρίας» που τον ωθεί να οργανώνει τα βιβλία σε σειρές όρθιες σαν απρόοπτες βιβλιοθήκες, ή οριζόντιες σε «δρόμους» όπως τα λέει, που πλαισιώνουν ένα κατάμαυρο κατάστρωμα από καρβουνιασμένες σελίδες, ή στρωμένα σε μιαν επιφάνεια από κάτασπρο αλεύρι. Άλλοι πάλι πίνακες αποτελούνται από σελίδες μισοκαμμένες επιστρωμένες με «ροές» από καθαρό κερί και ζωγραφισμένες με κηλίδες μαύρες. Το κερί δεν το θέλει μόνο για χρώμα, αλλά και για τη μυρουδιά του που ακολουθεί, σαν άλλη διάσταση, το έργο.
Αλεύρι, κερί, βιβλία καμμένα, όλα έχουν τις καταβολές τους σε αναμνήσεις από το αγροτικό περιβάλλον όπου έζησε ο Ξόνογλου τα παιδικά του χρόνια, όπου ο ένας γείτονας άλεθε το στάρι, ο άλλος είχε μελίσσια και κερήθρες και η γιαγιά του έκαιγε τα παλιά εμπορικά κατάστιχα του πατέρα του που μαζεύονταν στο σπιτικό τους στο χωριό, το χωριό των πιθαριών, το Κιούπκιοϊ (τώρα Πρώτη) Σερρών, όπου αργότερα είδε να καίγεται ολόκληρο το σπίτι του. Όλη η περιοχή άλλωστε έχει δει πολλές πυρκαγιές, λεηλασίες και καταστροφές. Από την κεραμική που σπούδασε στη Ρώμη κράτησε τη γοητεία της φωτιάς που στερεώνει τις φόρμες, που ψήνει τον πηλό ή το ψωμί, το πλασμένο σαν πηλός από τ’ αλεύρι, αλλά και διαλύει τις φόρμες, καίγοντας βιβλία, λιώνοντας κερί.
Ολόκληρον αυτόν τον κόσμο βιωμάτων, αναμνήσεων, εμπειριών, αφομοιωμένων από έναν ευαίσθητο δέκτη, πασχίζει να τον εξωτερικεύσει μετουσιώνοντάς τον σε συνθέσεις που μπορούν να μεταδώσουν και στον τρίτο εικόνες, οράματα, σήματα από τον μυχιαίτερο εαυτό του. Τον κάνει έτσι και δικό μας τον κόσμο όπου οι πνευματικές τροφές, (τα βιβλία) δεν είναι λιγότερο φθαρτές από τις υλικές, (το αλεύρι). Όλες καίγονται και διαλύονται.
Τελικά ο Ξόνογλου με τ’ αποκαϊδια του, τα συνθεμένα σε έργα – κατασκευές, μας καλεί σε ενατένιση πάνω στη φθορά της ύλης και την επισφάλεια της γνώσης, που βρίσκονται στο έλεος της πρώτης ΦΛΟΓΑΣ που θα τύχει.
7 Φλεβάρη 1990
Αλέξανδρος Ξύδης