Της εκπαιδεύσεως
Ο Τιντορέτο σκούπισε σε ένα πανί τα βρώμικα χέρια του απ’ τα χρώματα, τα ξέπλυνε με νέφτι και σαπούνι, έριξε μια τελευταία ματιά στον πίνακα που μόλις τελείωσε «ΤΗ ΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ» και ξαφνικά είδε ότι η Παναγία έλειπε απ’ τον πίνακα. Στο χώρο της Παναγίας εμφανίστηκαν οι μουτσούνες τριών μασκοφόρων με χειροπέδες, ο pitore κατάλαβε και ξέσπασε σε γέλια, ήταν το 1991.
Η Παναγία επέστρεψε κρατώντας στα χέρια της την κλεμμένη γυάλα με τη γλώσσα του Αγίου Αντωνίου, του Πορτογάλου, της PADOVA, που ήταν φίλος του Φερνάντο Πεσόα και φιλαράκι του Ίταλο Καλβίνο, του Antonio Albanese του Δον Κορλεόνε, του Μάρτιν Σκορτσέζε και της Ντολόρες Ιμπαρούρι.
Η γλώσσα του Αγίου, αρκετά ταλαιπωρημένη, δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Βαριανάσαινε και πνιγόταν, οι φωνητικές του χορδές ατρόφησαν. Ο Δημοσθένης έσκυψε πήρε δύο πετραδάκια και του είπε να τα στριφογυρίζει στο μισό του στόμα μέχρι να πει το «ρο». Έτσι και έγινε. Μετά η Παναγία πήρε την θέση της στον πίνακα.
Τρεις άγγελοι φρόντισαν το ταξίδι της Αγίας Οικογένειας, «η φυγή στην Αίγυπτο» έγινε καβάλα σε εννέα δελφίνια. Ένα για τον Ιωσήφ, ένα για την Μαρία, ένα για το Χριστούλη και έξι για το Μήτσο το γάιδαρο, επειδή ήταν βαρύς και φοβόταν τις σειρήνες. Στη διαδρομή η Παναγία ζαλίστηκε, ενώ ο μικρός Χριστός έκανε εμετό το γάλα που βύζαξε, πριν λίγο, στα ανοιχτά της Σικελίας. Ο εμετός έγινε ανάρπαστος από χιλιάδες ψαράκια που τον καταβρόχθισαν φωτίζοντας τις ακτές της Μεσογείου και όλα τα πέλαγα. Οι θάλασσες ησύχασαν, οι καρχαρίες τρώγαν μόνο πλαγκτόν και τα χταπόδια βγαίναν στη στεριά και ανέβαιναν μόνα τους στις σχάρες με τα κάρβουνα χαμογελώντας. Η ευλογία του εμετού έφτασε στη Σουμάτρα, το Βόρειο Πόλο, τη Χιλή, την Κορέα, παντού μα … προ παντός στο λιμάνι της Σμύρνης.
Οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη Σάββατο 27η Αυγούστου – 9η Σεπτεμβρίου 1922. Οι ωμότητες σε βάρος του Χριστιανικού πληθυσμού κορυφώθηκαν με το συμβολικό και τελετουργικό βασανισμό και θάνατο του Χρυσοστόμου, Επισκόπου Σμύρνης, την Κυριακή 28η Αυγούστου – 10η Σεπτεμβρίου 1922, μετά ξέσπασε πυρκαγιά.
Η πόλη καίγονταν, η Πλατυτέρα άπλωσε τα χέρια της, αγκάλιασε όλα τα παιδάκια που ‘χάσαν τους γονείς τους, τα τάισε, τα ανέβασε στα πλοία και γύρισε στους δικούς της. Τα δάκρυα της Παναγίας στο λιμάνι της Σμύρνης δημιούργησαν δύο τεράστιες υδάτινες ρουφήχτρες σαν πηγάδια που ζεματάνε ακόμα. Όσα πλοία πλησιάζουν καίγονται τα πλευράκια τους και τα ψαράκια βγαίνουν τηγανιτά και νόστιμα. Νότια της Κρήτης ο Χριστός άρχισε της βουτιές μέχρι την Αλεξάνδρεια. Εκεί κοιμήθηκαν σε ένα χάνι και την άλλη μέρα επισκέφθηκαν το σπίτι του Καβάφη και τη Βιβλιοθήκη της πόλης. Ο Χριστός στο λήμμα του ονόματός του βρήκε όλη την Αγία Γραφή περίπου σαν την Αγία Γραφή (???), και όλη τη βιβλιογραφία που αναφέρονταν σ’ αυτόν και διάφορους άλλους «Χριστούς» ανά τους αιώνες, κλέφτες και απατεώνες, μάγους και τσαρλατάνους. Ευλόγησε τη βιβλιοθήκη και βγήκε. Μετά πέρασαν απ’ τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και άναψαν ένα κεράκι.
Στο δρόμο για το Κάιρο, σταμάτησαν σε μία όαση να ξεκουραστούν. Εκεί… Ω του θαύματος! το μωρό άρχισε να τρώει με τα χεράκια του από το πιάτο του Ιωσήφ τζατζίκι με σκόρδο, έκτοτε το τζατζίκι έγινε το αγαπημένο φαγητό του Θεανθρώπου σ’ όλη του τη ζωή. Στο Κάιρο έμειναν σε μια σκηνή ανάμεσα στους διαδηλωτές που εγκαταστάθηκαν στην Πλατεία Ταχρίρ. Όλοι μιλούσαν για μια γυναίκα γιατρό που φρόντιζε τους τραυματίες, όταν ο Μουμπάρακ και η κυβέρνησή του έπεσε τους έχασαν.
Τα νέα διαδόθηκαν ταχύτατα η Pieta άλλαξε μορφή, ο Χριστός έκοψε τα μαλλιά του, φόρεσε κουστούμι κι η μαμά του δεν ήταν αυτή αλλά ήταν άλλη, μια νεκροκεφαλή. Οι Βενετσιάνοι τα ‘χασαν, ο Καρδινάλιος Βενετίας έκανε λειτουργία κατά παντός υπευθύνου, Ιούλιος μήνας και η aqua alta γέμισε τον Σαν Μάρκο δύο μέτρα, οι τουρίστες σταμάτησαν να μιλούν τη γλώσσα τους και μιλούσαν μόνο μία, τη γλώσσα της ανησυχίας και του φόβου, οι Ιστορικοί Τέχνης χαμογελούσαν κατα-ευχαριστημένοι.
Θεσσαλονίκη, Φλωρεντία, Βενετία. Στη Φλωρεντία στο Uffizi είδα τον Ντίρερ να ζωγραφίζει την «Προσκύνηση των Μάγων». Όταν τέλειωσε ήρθε μαζί μας στη Βενετία. Κάποια στιγμή, παραπονέθηκε ότι τα αντίγραφα του Αδάμ και της Εύας ήταν μέτρια, το «μήλο» που κρατούσε η Εύα πιο πολύ θύμιζε σαλάμι. Στο πούλμαν καθόμασταν δίπλα – δίπλα, σχεδόν σ’ όλη τη διαδρομή κοιμόταν. Όταν ήταν ξύπνιος κοίταζε πολύ, πότε μέσα του και πότε έξω, μιλούσε λίγο.
Στο ασανσέρ του ξενοδοχείου κατέβηκα μ’ ένα γιαπωνέζο που μπορεί να ήταν Μεξικάνος, φίλος του Αιμιλιάνο Ζαπάτα. Στο τραπέζι για το πρωινό καθίσαμε εγώ, ο Χάρης, ο Ντίρερ, ο Μεξικάνος που μπορεί να ήταν Γιαπωνέζος, φίλος του Χιροχίγκε και ένας Βενετσιάνος με στολή του 17ου αιώνα, ο γιος του Τιντορέτο με τον εγγονό του. Στην Εκκλησία Santa Maria della Mizericordia τέσσερις τεράστιοι εγκέφαλοι ανέπνεαν αργά και σταθερά αδιαφορώντας για την παρουσία μας. Στο βάθος η Pieta.
Ο μικρός έτρεχε σαν μαγεμένος ανάμεσα στους εγκεφάλους και κάθε φορά που άγγιζε κάποιον, αυτός μαρμάρωνε. Όταν είδε τις χελώνες τρελάθηκε απ’ τη χαρά του, τις πήρε στην αγκαλιά του, αυτές εκσπερμάτωσαν και γύρισαν ανάποδα. Έβαλε τέτοια κλάματα μπροστά στην Pieta που ακούστηκαν μέχρι την Punta Della Dogana, το σώμα του γέμισε εκατοντάδες κόκκινα σπυράκια. Στο νοσοκομείο οι γιατροί διαπίστωσαν ιλαρά από σοκ. «Αχ… αυτοί οι τεχνίτες απ’ τις κάτω χώρες», αναφώνησε ο Ντίρερ, «πάντα έμποροι, άθεοι και παραδόπιστοι». Στην επιστροφή ο γιος του Τιντορέτο φώναξε μ’ όλη τη φωνή του: «Jan Fabre, open the door στη ΖΩΗ, open the door… open the door… open the door… open the…»
Το βράδυ αδύνατον να κοιμηθώ. Βρισιές μου βγαίναν αυθόρμητα που δεν είναι βρισιές: «μουνοπανάκι της νύχτας, πεταλουδίτσα της εμμηνόπαυσης, καργαρχιδοπερίστερο, νυχτοκαραβομούνα της αρχοντιάς, αγελαδομουνίτσα των αρχιδιών, μουνοκέρατο, μουνάκι μικρό και φραουλένιο, σπαζοαρχιδομούναρο, κωλόμουνο, αριστοκρατομουνίτσα κ.λ.π.»
Ιούλιος 2011
Δημήτρης Ξόνογλου