Μια συζήτηση με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη

Θεωρώ τον εαυτό μου ζωγράφο

της ανθρώπινης ψυχής

Δημήτρης Ξόνογλου

– Ποια ήταν τα κυρίαρχα ρεύματα όταν διαμορφωνόσουν ως ζωγράφος; Ποιανών παιδί αισθάνεσαι σήμερα ότι είσαι;

– Αισθάνομαι παιδί καλλιτεχνών, όχι ρευμάτων. Σίγουρα τα ρεύματα, οι διάφοροι -ισμοί, δημιουργήθηκαν από καλλιτέ­χνες. Μπορείς, όμως, να μη συμφωνείς με κάποιον -ισμό αλλά να σου αρέσει ένας καλλιτέχνης αυτού του -ισμού. Κι εμένα με ενδιέφεραν από την αρχή κάποιοι καλλιτέχνες κι όχι τα κινήματα.

– Είχες από την αρχή συνείδηση ότι θα γινόσουν ζωγρά­φος;

– Ήξερα από μικρό παιδί πως ήθελα να σπουδάσω Καλές Τέχνες. Δεν μου μπήκε ποτέ το ερωτηματικό τι θα κάνω στη ζωή μου. Για μένα η τέχνη ήταν βιολογική ανάγκη. Και κανείς δεν μπορούσε να μου υπαγορεύσει να σπουδάσω κάτι δια­φορετικό.

– Είναι σαν να λες ότι γεννιέται κανείς ζωγράφος…

– Ναι. Πιστεύω ότι γεννιέσαι ζωγράφος. Βεβαίως στην πορεία μπαίνεις σε μία διαδικασία που είναι αρκετά οδυνηρή διότι κου­βαλάς στην πλάτη σου ένα βάρος, το βάρος της Ιστορίας της Τέχνης. Όλα αυτά που έχουν γίνει στον τομέα της ζωγραφικής. Κι όταν προσπαθείς να βρεις το δικό σου στίγμα, δεν μπορείς να μη λάβεις υπόψη σου την Ιστορία της Τέχνης από τη μέρα που ο άνθρωπος έκανε την εμφάνισή του στον πλανήτη.

– Υπήρξαν περιπτώσεις που το βάρος αυτό έγινε ανα­σταλτικός παράγοντας; Υπήρξαν στιγμές που αναρωτή­θηκες «μα πού πάω τώρα εγώ; τι έχω να προσθέσω σε όλα όσα έχουν γίνει πριν από μένα;»

– Αυτό το θέμα δεν το λύνεις ποτέ. Μερικές φορές κάνεις βή­ματα προς τα πίσω, συχνά, όμως, είναι κι αυτό χρήσιμο διότι πηγαίνοντας πίσω βλέπεις τα πράγματα με μία άλλη οπτική. Με άλλα λόγια: εγώ δεν μπορώ να αγνοήσω ούτε την τέχνη του Γκρέκο, ούτε του Ρέμπραντ, ούτε του Ραφαήλ, ούτε του Βελάσκεθ. Μου είναι αδιανόητο να πω ότι δεν με ενδιαφέρει ο Καραβάτζιο ή ο Πανσέληνος. Αυτούς θεωρώ παππούδες μου. Και πολλούς άλλους.

– Νιώθεις ότι όλοι αυτοί υπάρχουν μέσα στο έργο σου;

– Εγώ αισθάνομαι ότι υπάρχουν. Αισθάνομαι ότι έχω μία εκλεκτική συγγένεια με όλους αυτούς. Θα σου πω ένα πα­ράδειγμα. Μέχρι πριν από λίγο καιρό έτρεφα μία απέχθεια για τον Ραφαήλ – χωρίς να ξέρω τον λόγο. Ενώ μου άρεσαν πάντα ο Μικελάντζελο ή ο Ντα Βίντσι ή ο Μποτιτσέλι, με τον Ραφαήλ είχα πάντα ένα πρόβλημα. Τον θεωρούσα πολύ γλυ­κερό. Χρειάστηκε να ξαναδώ τα έργα του μετά από χρόνια για να ανοίξω μία χαραμάδα και να μελετήσω τα έργα του από την αρχή. Αυτή η χαραμάδα έγινε μία ανοιχτή πόρτα γε­μάτη φως. Και τότε διαπίστωσα ότι ο Ραφαήλ είναι ισάξιος αυτών που αναφέραμε. Και μάλιστα ιδιαίτερα «επιστήμων» σε αυτά που κάνει.

– Και όσον αφορά τους νεότερους ζωγράφους.

– Δεν μπορώ επίσης να τους αγνοήσω. Δεν μπορώ να αγνο­ήσω τον Πικάσο τον οποίο θεωρώ τον μεγάλο καινοτόμο του 20ού αιώνα. Όταν βλέπω τα έργα του αισθάνομαι ότι βρί­σκομαι σε ένα δωμάτιο βασανιστηρίων και ότι μου ρίχνουν καυτό μέταλλο στην κοιλιακή χώρα. Είναι σαν να μου κάνουν ηλεκτροσόκ – κι αυτό, για παράδειγμα, δεν μπορώ να το πω σε καμία περίπτωση για τον Νταλί. Δεν μπορώ, επίσης, να αγνοήσω π.χ. τον Ματίς, παρότι θεωρώ ότι κάνει μία όμορφη αστική ζωγραφική, μία ζωγραφική που χαϊδεύει την αστική τάξη. Θέλω να πω ότι υπάρχει ένα σύνολο πραγμάτων που μας επηρεάζουν, κι εμείς είμαστε ελεύθεροι να τσιμπολο­γάμε από κάθε καλλιτέχνη τα στοιχεία του εκείνα που μας αρέσουν. Άλλοι καλλιτέχνες είναι αδέλφια μας, άλλοι ξαδέλ­φια μας, άλλοι πιο μακρινοί συγγενείς. Μπορώ να αγνοήσω τον Πόλλοκ, τον αναμορφωτή της σύγχρονης αμερικάνικης τέχνης; Όχι. Για μένα ο Πόλλοκ είναι ο καλύτερος μάγειρας μακαρονιών, με τις υπέροχες σάλτσες και εμένα τα μακαρό­νια μου αρέσουν πολύ. Ο Πόλλοκ είναι η μεγαλοφυΐα που έσπασε όλους τους γενετικούς κώδικες της μέχρι τότε ιστορί­ας της τέχνης και οδήγησε τη ζωγραφική σε νέες λεωφόρους χωρίς επιστροφή, χρησιμοποιώντας με γενναιότητα τη σχε­δόν αυτιστική τεχνική του σταξίματος και της κηλίδας. Κι αυτό ανεξάρτητα αν θεωρώ ότι σε τελευταία ανάλυση υπήρξε ένας επιμελής, αυτοκαταστροφικός χιμπατζής.

-Γιατί χιμπατζής;

– Διότι έφτασε σε αδιέξοδα μέσα από το ίδιο του το έργο. Δεν το πήγε παραπέρα. Για δέκα-δώδεκα ολόκληρα χρόνια, με την ίδια τεχνική, επαναλάμβανε τον εαυτό του. Γι’ αυτό και τελικά αυτοκτόνησε.

– Δεν υπάρχει τελικά κάποιο τέλος στην αναζήτηση; Θέ­λω να πω ότι μετά το μαύρο τετράγωνο του Μάλεβιτς, η ζωγραφική δεν έπρεπε να κάνει πίσω για να εξακολου­θήσει να υπάρχει;

– Όλοι έχουμε δικαίωμα στον θάνατο, όπως έχουμε δικαίωμα και στην ανάσταση.

– Αν σου ζητούσε κανείς να προσδιορίσεις με λίγα λόγια τους βασικούς άξονες, τις βασικές λογικές της δουλειάς σου, τι θα έλεγες;

– Η μόνη απάντηση που θα μπορούσα να δώσω σε αυτό το ερώτημα είναι ότι ακόμα και η πιο αυθόρμητη και εκρηκτική πινελιά που τραβάει ένας ζωγράφος υπάγεται στους νόμους της νόησης και της επεξεργασίας. Δεν είμαι σίγουρος αν οι καλλιτέχνες σκιαγραφούν εκ των προτέρων κάποιους άξονες στη δουλειά τους ή αν, αντίθετα, τους βρίσκουν δουλεύοντας. Απλώς έχουν κάποιους στόχους. Εγώ ξέρω να σου πω γιατί έκανα τη σειρά με τα καμένα βιβλία. Σήμερα ξέρω τον λόγο. Όταν όμως την έφτιαχνα, δεν ήξερα. Υπάρχουν πάντα κά­ποιοι υποκειμενικοί παράγοντες, όπως υπάρχουν και κάποια εξωτερικά γεγονότα, που σε κάνουν να κάνεις την άλφα επι­λογή κι όχι τη βήτα. Αν δεν επηρεαζόταν από τη ζωή, η τέχνη θα ήταν ένα ξερό κατασκεύασμα.

– Στο έργο σου διακρίνω καμένα βιβλία, σπασμένα πιά­τα, ψωμιά που δεν τρώγονται, κρεβάτια γεμάτα με τρύ­πες, πολυελαίους καρφωμένους στο πάτωμα, ομπρέλες γυρισμένες ανάποδα… Παίρνεις δηλαδή γνώριμα υλικά, ανατρέπεις τη λειτουργία τους και τους δίνεις δικές σου προεκτάσεις. Τα καμένα βιβλία, για παράδειγμα, ντυμέ­να με φύλλα χρυσού και ανακατεμένα με κερί, αποκτούν μία σχεδόν θρησκευτική χροιά, σαν αυτή των βυζαντι­νών εικόνων. «Η καρέκλα του Μαρξ» έχει μία έντονα αλ­ληγορική σημασία. Το κρεβάτι κύμα. Αυτό που ήθελα να ρωτήσω είναι αφενός γιατί αισθάνεσαι αυτή την ανάγκη αντιστροφής και αφετέρου αν αυτή σου η πρόθεση έχει ως κινητήριά της δύναμη την αισθητική. Είναι η αισθητι­κή που καταρχάς σε ενδιαφέρει στην εικόνα του καρφω­μένου σε ένα κρεβάτι αναμμένου πολυέλαιου;

– Αυτό που κάνω είναι να χρησιμοποιώ και έτοιμα αντικείμε­να των οποίων ανατρέπω τη λειτουργικότητά τους. Κατά τα άλλα, οτιδήποτε κάνουμε έχει σχέση με την αισθητική. Κι όχι μόνο με την αισθητική αλλά και με την ηθική.

– Κι ο συμβολισμός; Πόσο σε ενδιαφέρει ο συμβολισμός;

– Ο συμβολισμός βγαίνει από μόνος του. Κι εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο θα κοιτάξει το έργο ο θεατής. Αφήνω ελεύθερο τον θεατή να δει αυτό που θέλει ο ίδιος.

Κοίτα, θεωρώ τον εαυτό μου ζωγράφο της ανθρώπινης ψυ­χής, του ανθρώπινου εσωτερικού κόσμου. Δεν είμαι καλλι­τέχνης ούτε της φύσης ούτε των εξωτερικών γεγονότων. Βεβαίως, όπως έλεγα και προηγουμένως, τα εξωτερικά γεγο­νότα με επηρεάζουν, αλλά στο έργο μου εμφανίζονται φιλτρα­ρισμένα μέσα από τη δική μου ιδιοσυγκρασία και τη δική μου οπτική. Κι επειδή βαριέμαι να κάνω συνεχώς τα ίδια πράγμα­τα, κάνω πολύ διαφορετικές μεταξύ τους δουλειές. Αυτά τα διαφορετικά είδη δουλειάς έχουν έναν μόνο κοινό παρονομα­στή: εμένα. Και χαίρομαι όταν μου λένε ότι όταν βλέπουν ένα έργο μου, αναγνωρίζουν ότι είναι δικό μου, ακόμα κι αν δεν το ξέρουν. Δεν θα μπορούσα ποτέ να δουλεύω για πενήντα χρόνια την ίδια φιγούρα, το ίδιο μοτίβο, το ίδιο υλικό.

– Πόσο συνειδητά γίνονται αυτές οι αλλαγές; Θέλω να πω, ανάμεσα στη μία και την άλλη φάση, υπάρχει μία δική σου έντονη νοητική διεργασία ή οι ιδέες έρχονται κατά κάποιο τρόπο μόνες τους, αυθόρμητα, ως συνέπεια μίας καθημερινότητας που σε ωριμάζει;

– Θα έλεγα ότι, κάθε φορά, το διαφορετικό υλικό φανερώνε­ται. Ένα θέμα συνοδεύεται πάντα με το υλικό του. Κάθε νέα ιδέα γεννιέται μαζί με το υλικό της. Να πω ότι η κάθε ιδέα γεν­νιέται ουρανοκατέβατη; Να πω ότι είναι «ψίθυροι έσω εντο­λής», που είπε και η Κική Δημουλά όταν τη ρώτησαν τι είναι η έμπνευση; Ο ορισμός αυτός με καλύπτει πλήρως. Συμβαίνει κάτι περίεργο: εγώ, πριν ακόμα ολοκληρώσω μία σειρά έρ­γων, τα έχω ήδη δει τελειωμένα και τα έχω ήδη εκθέσει.

-Μένεις πάντα ευχαριστημένος από την πραγμάτωση μί­ας ιδέας ή υπάρχουν φορές που σκέφτεσαι ότι το αποτέ­λεσμα θα μπορούσε να είναι καλύτερο;

– Ναι, πολλές φορές έχω πει ότι το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Προσπαθώ, όμως, να μην είναι χειρότερο.

– Θα μπορούσες να επανέλθεις σε μία παλιά ιδέα, μία ιδέα που έχεις ήδη πραγματοποιήσει, ή η πραγμάτωση μίας ιδέας σημαίνει ταυτόχρονα και τον οριστικό θάνατό της;

– Θα μπορούσα να επανέλθω σε μία παρόμοια μορφή, ποτέ όμως στην ίδια. Όταν για παράδειγμα αποφάσισα να αρχίσω να καίω κάποια βιβλία – κι εδώ θα πρέπει να ανοίξουμε μία παρένθεση: όταν αναφέρομαι στο κάψιμο κάποιων βιβλίων, αναφέρομαι στο κάψιμο κάποιων αντιτύπων βιβλίων. Αυτό το λέω για να αποφύγουμε κάποιες παρεξηγήσεις…

-Υπήρξαν κάποιοι που σε κατηγόρησαν γι’ αυτό.

– Ναι. Είναι αυτοί που δεν κατάλαβαν ότι δεν καίω το βιβλίο ως σύμβολο, ότι απλώς το βιβλίο είναι ένα υλικό όπως χιλιά­δες άλλα υλικά, το χρώμα, το κερί, το ξύλο, το ψωμί.

– Διάλεγες τα αντίτυπα που έκαιγες;

– Στην αρχή έκαψα όλα τα μαρξιστικά βιβλία που είχα στη βιβλιοθήκη μου από τα φοιτητικά μου χρόνια – κι αυτό το έκα­να πολύ πριν πέσει το τείχος του Βερολίνου. Ύστερα όμως έκαιγα όποια αντίτυπα έβρισκα μπροστά μου.

Πρέπει πάντως να σου πω ότι η φωτιά ήρθε στην πορεία, πριν από αυτή έπαιρνα βιβλία και τα αλλοίωνα με διάφορους τρόπους: κολλώντας κομμάτια ξύλου ή ζάρια στις σελίδες τους, παραποιώντας την εικονογράφησή τους, αλλάζοντας χρώματα, κ.λπ. Η φωτιά ήρθε αργότερα, κυρίως ως γενεσι­ουργός αιτία κάποιων πραγμάτων, αλλά και ως καταστρο­φή κάποιων άλλων. Ένα από τα πράγματα, για παράδειγμα, που μου αρέσουν στο κάψιμο είναι τα χρώματα που αυτό δη­μιουργεί: από ανοιχτό ξανθό μέχρι σκούρο καφέ. Υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις γήινων χρωμάτων.

Άλλωστε τα βιβλία μπορούν να διαβαστούν με διάφορους τρόπους. Μπορείς για παράδειγμα να διαβάσεις ένα κομμάτι σελίδας που έμεινε ανέπαφο, κι ύστερα να συνεχίσεις με μία άλλη, άσχετη σελίδα και να βγάλεις ένα καινούργιο νόημα.

– Όπως στον πάπυρο του Δερβενίου…

– Ακριβώς!

– Λίγο πριν αναφέρθηκες στην ανάγκη να υπάρχει αισθη­τική. Κι είναι γνωστό ότι από τα αρχαία χρόνια -το επιβε­βαίωσε και πρόσφατα ο Ουμπέρτο Έκο στην Ιστορία της ομορφιάς που επιμελήθηκε ο ίδιος- η τέχνη ήταν συνυφα­σμένη με το κάλλος, την ομορφιά. Ακόμα κι όταν απεικόνι­ζαν άσκημα πράγματα, όπως π.χ. την κόλαση, αυτά ήταν σχεδιασμένα ωραία. Σε τρόμαζαν αλλά σε εντυπωσίαζαν, επίσης, με την αισθητική τους. Το ίδιο με τα τέρατα στις γοτθικές εκκλησίες: είναι ωραία γλυπτική, προκαλούν τον θαυμασμό σου. Τα τελευταία, όμως, χρόνια, θέλοντας, προφανώς, να απεικονίσει τους δύσκολους καιρούς στους οποίους ζούμε, η τέχνη μοιάζει να περιφρονεί την ομορφιά, μοιάζει να αποζητά την ασκήμια. Κι ήθελα να σε ρωτήσω αν, κατά τη γνώμη σου, είναι μία μορφή αδιεξόδου αυτή η τάση της. Ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους της εποχής μας, ο Λουσιέν Φρόιντ, μπήκε στην ιστορία της τέχνης με τα γερασμένα, άσκημα κορμιά που ζωγράφιζε. Το ίδιο, κανείς δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ωραίες τις συνθέσεις του Κουνέλλη με τα κομμάτια κρέατα που κρέμονται από ένα τσιγκέλι μπροστά σε μία λαμαρίνα.

– Το ιδεώδες της ομορφιάς αλλάζει από εποχή σε εποχή. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν εντελώς διαφορετικά πρότυπα ομορ­φιάς. Είχαν π.χ. τον Ερμή του Πραξιτέλους…

– Αυτός όμως εξακολουθεί να είναι πρότυπο ομορφιάς και για μας, σήμερα.

– Βεβαίως. Όμορφη, όμως, για μας είναι και η Γκουέρνικα του Πικάσο, που δεν ξέρω αν θα άρεσε και στους αρχαίους. Σήμε­ρα ένα κομμάτι κρέας τοποθετημένο μπροστά σε μία λαμαρί­να μπορεί να είναι ωραίο. Ξέρεις τι μου θυμίζει ο Κουνέλλης; Ένα έμβρυο που περιβάλλεται από το αμνιακό υγρό και νιώ­θει το σώμα της μητέρας του όχι μόνο από σάρκα αλλά και από τρυφερά σίδερα και λαμαρίνες. Με άλλα λόγια, θεωρώ τον Κουνέλλη εντελώς ρεαλιστή και ταυτόχρονα ολοκληρωτι­κά ρομαντικό. Με τον ίδιο τρόπο η υπερβολή της σάρκας που βλέπουμε στο Φρόιντ, αυτά τα κορμιά που ξεχειλίζουν από τα ντιβάνια, είναι κατά τη γνώμη μου ωραία. Ειδάλλως τι να πούμε; Ότι το μόνο ωραίο είναι τα αδύνατα κορμιά, η Τουίγκυ; Δεν είναι ωραίες οι γυναίκες του Ρούμπενς; Ο Φρόιντ δεν κά­νει τίποτα το διαφορετικό. Είναι ο Ρούμπενς του 20ού αιώνα.

– Με άλλα λόγια δεν βλέπεις να υπάρχει κρίση της τέ­χνης, κρίση του πολιτισμού.

– Αναφέρεσαι σε δύο διαφορετικά πράγματα. Η κρίση του πολι­τισμού έχει να κάνει με την πολιτική και την κοινωνία. Έχει σχέση με την ανθρώπινη συμπεριφορά, με την ανθρώπινη ψυχολο­γία. Κρίση στην τέχνη δεν υπήρξε ποτέ. Κι ούτε θα υπάρξει.

– Το έργο που παρουσιάζεις στη Μπιενάλε έχει άμεσες αναφορές στην Ιστορία. Πιστεύεις ότι διδασκόμαστε από την Ιστορία; Τι σημαντικό μπορεί να μας διδάξει η Ιστο­ρία σήμερα;

– Κατ’ αρχάς να πω ότι από την Ιστορία δεν πρέπει να αφαι­ρούμε τον μύθο και το παραμύθι. Τα ιστορικά γεγονότα, όσο κι αν είναι οδυνηρά, χωρίς τον μύθο χάνουν τη μαγεία τους, άρα χάνουν και τη δύναμή τους. Και καταλήγεις να βλέπεις, για παράδειγμα, αντί για το δράμα μίας σφαγής στην προκυ­μαία της Σμύρνης, έναν απλό …συνωστισμό. Σε μία τέτοια περίπτωση η Ιστορία όχι μόνο δεν διδάσκει τίποτα, αλλά και αλλοιώνει το παρελθόν.

Κατά τα άλλα, φοβάμαι ότι ο άνθρωπος κουβαλάει τα ίδια πάθη του παρελθόντος χωρίς να διδάσκεται τίποτα. Διδαχτή­καμε τίποτα από τον εμφύλιο που ζήσαμε; Διδάχτηκαν τίποτα οι λαοί της πρώην Γιουγκοσλαβίας από τον τρομερό πόλε­μο που έζησαν; Πολύ αμφιβάλλω. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι η Ιστορία μας πρέπει να μας διδάσκει ότι η Ελλάδα δεν είναι σύνορο, ότι πρέπει να είναι εξαγωγέας παγκόσμιας κοι­νωνικής συνείδησης και πολιτισμού. Για να το κάνουμε αυτό πρέπει να ξανακερδίσουμε τη γλώσσα μας. Διότι τα τελευταία πενήντα-εξήντα χρόνια, ο κάθε υπουργός Παιδείας έφερνε τις δικές του «καινοτομίες», τα δικά του εκπαιδευτικά συστή­ματα, φτιάχνοντας έτσι ένα τέρας με δέκα κεφάλια και δέκα κώλους, που αφοδεύει πάνω στην ελληνική επικράτεια. Αυτό δεν είναι παιδεία. Κι αν συνεχίσουμε έτσι δεν θα έχουμε κα­νένα μέλλον.

– Μπορεί η τέχνη να είναι πυρήνας αντίστασης;

– Φυσικά. Αντιστέκεται στην καθημερινή ασκήμια, στην ανο­ησία, στη γραφειοκρατία, στις επιδερμικές ανθρώπινες σχέ­σεις. Η τέχνη αντιστέκεται σε καθετί ψεύτικο. Αντιστέκεται ακόμα και στην ισοπέδωση της ελληνικής γλώσσας.

– Η τέχνη πρέπει να έχει σύνορα; Η μοντέρνα αρχιτεκτο­νική, για παράδειγμα, δήλωνε μέσω του Λε Κορμπυζιέ ότι δεν πρέπει να υπάρχουν σύνορα, ότι ένα κτίριο στην Ινδία έπρεπε να είναι ίδιο με ένα άλλο στη Γαλλία ή στο Τιμπουκτού. Ποια είναι η δική σου άποψη;

– Όταν ο Λε Κορμπυζιέ έκτισε στην Ινδία, τα κτίρια του ήταν μία αποτυχία ακριβώς επειδή δεν έλαβε υπόψη του τον το­πικό παράγοντα, την τοπική παράδοση. Το ίδιο ισχύει και για τη ζωγραφική. Εγώ πιστεύω ότι ένας καλλιτέχνης κουβαλάει το πνεύμα των προγόνων του, σε οποιοδήποτε γεωγραφικό μήκος βρεθεί. Η Ταϊτή εμπλούτισε τα θέματα του Γκωγκέν, ο ίδιος όμως παρέμεινε ένας Γάλλος ζωγράφος.

– Η τέχνη πρέπει να ανατρέπει, να συντηρεί ή να δημι­ουργεί από την αρχή μύθους;

– Η ανατροπή είναι η ίδια η συντήρηση.

– Τα τρία παλίμψηστα έργα που παρουσιάζεις στη Μπι­ενάλε έχουν ως κεντρικό τους άξονα την Ιστορία και αφορμή για την πραγμάτωσή τους ήταν ο πάπυρος του Δερβενίου. Τι ήταν αυτό που σε μάγεψε στον συγκεκρι­μένο πάπυρο;

– Νιώθω μία ιδιαίτερη συγγένεια με τον πάπυρο του Δερ­βενίου διότι πριν 2.500 χρόνια κάποιος, χωρίς να το θέλει, παρήγαγε ένα εικαστικό έργο διαμέσου της φωτιάς παρόμοιο με το δικό μου.

– Η άλλη συνιστώσα των τριών έργων είναι η Μεσόγει­ος. Η οποία -ιδού το παράδοξο- εκπροσωπείται στο ένα έργο από μία κατ’ εξοχήν Μεξικάνα ζωγράφο, τη Φρίντα Κάλο. Η Κάλο πάλεψε σε όλη της τη ζωή να είναι Μεξι­κάνα, φορούσε μεξικάνικα παραδοσιακά ρούχα, χρησι­μοποιούσε μεξικάνικα σύμβολα στη ζωγραφική της. Γιατί αυτή η επιλογή;

-Κατ’ αρχήν η Κάλο είχε έναν πατέρα Γερμανοεβραίο ουγγρι­κής καταγωγής. Το ένα τέταρτο του αίματός της ήταν ισπανικό, και στο άλλο τέταρτο ήταν Ινδιάνα. Στο σώμα της συνυπήρχε μία πολλαπλότητα DNA. Όταν εγώ κοιτάζω τη Φρίντα τη βλέ­πω σαν συνισταμένη των γυναικών της Μεσογείου. Στο έργο μου αποτελεί έναν μονήρη, αυτοτελή και αυτόνομο γάμο με την παγκοσμιότητα. Με παρανύμφους φαινομενικά ετερόκλη­τους, που όμως δεν είναι καθόλου ετερόκλητοι. Το ότι ο Μέσι είναι Αργεντίνος και παίζει στην Ισπανία δεν είναι καθόλου τυχαίο. Οι παράνυμφοι της Φρίντα είναι αιχμές δυνατοτήτων. Έχουμε τον Μάρκο Πόλο που ξεκινάει από τη Μεσόγειο και φτάνει στην άλλη άκρη της γης. Τι είναι η Μεσόγειος αν δεν είναι μία μήτρα πολιτισμών; Ο Δημόκριτος είναι ο δημιουργός της ατομικής θεωρίας.

– Στο έργο σου η Φρίντα σηκώνεται από την αναπηρική καρέκλα και φεύγει.

– Σηκώνεται και περπατάει – δηλαδή συντελείται εδώ ένα θαύμα. Διότι η Μεσόγειος είναι ο τόπος των θαυμάτων. Εδώ υπάρχει η έννοια της Ανάστασης. Και διάλεξα τη Φρίντα ακρι­βώς επειδή ήταν ένα υπερβατικό άτομο που ξεπερνούσε δι­αρκώς τον εαυτό της. Βεβαίως, θα μπορούσε να είναι ένα άλλο πρόσωπο στη θέση της, ο Μοντιλιάνι ας πούμε ή ο Πόλ­λοκ ή ο Βαν Γκογκ. Δεν έχει σημασία. Σε αυτή τη συγκυρία έτυχε να είναι η Φρίντα.

– Και ο Αδριανός;

– Όταν μπαίνεις στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, στα αριστερά σου, υπάρχουν δύο αγάλματα που θεωρούνται αγάλματα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Αυτό που τράβηξε την προσοχή μου θεωρείται πως είναι το άγαλμα του Αδριανού.

Ο Αδριανός ήταν ένα πρόσωπο ιδιαίτερα καινοτόμο σε σχέση με τις τέχνες και τα γράμματα. Στην Ελλάδα έκανε ένα σωρό σπουδαία έργα, και το μελανό του σημείο είναι ότι διέταξε τη σφαγή χιλιάδων Εβραίων που είχαν επαναστατήσει στην Πα­λαιστίνη.

Ο Αδριανός στο έργο μου βρίσκεται εν μέσω σπασμένων πιά­των, ενός υλικού που έχω χρησιμοποιήσει εδώ και χρόνια, ήδη από την πρώτη προσωπική μου έκθεση. Τα σπασμένα πιάτα, για μένα, είναι ένα φωτεινό κύμα. Οι ομπρέλες είναι συλλέκτες κοσμικής ενέργειας. Ο άνθρωπος, λοιπόν, είναι δημιούργημα και δημιουργός ταυτόχρονα, μέρος του σύμπαντος που εμπε­ριέχει το σύμπαν μέσα του. Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι ένα φω­τεινό σώμα, το σύμπαν υπάρχει επειδή υπάρχει κι αυτός.

– Στο τρίτο έργο έχουμε πάλι σπασμένα πιάτα, καμένα βι­βλία και σιδερένια ελάσματα που θυμίζουν ανθρώπινες μάσκες.

– Αναφέρονται στα μεταλλικά αντικείμενα που βρέθηκαν στις ανασκαφές μαζί με τον πάπυρο. Ουσιαστικά είναι το έργο που συνδέει τα άλλα δύο έργα με τον πάπυρο του Δερβενίου.

– Έτσι όπως το βλέπω εγώ, και τα τρία αυτά παλίμψηστα ολοκληρώνονται μέσα από την Ιστορία, είναι ένας φόρος τιμής στην Ιστορία και ταυτόχρονα στον άνθρωπο: στον άγνωστό μας εκείνο γραφιά του παπύρου μέχρι τους ήρω­ες της σημερινής πραγματικότητας, τους ποδοσφαιριστές. Κι ανάμεσά τους ήρωες σαν τον Αθανάσιο Διάκο και τον Βελουχιώτη, άνθρωποι της τέχνης σαν την Γκουγκενχάιμ, αγωνιστές που παλεύουν κατά των σκλαβοπάζαρων, και μοναχοί. Σχεδόν όλες οι εκφάνσεις της ανθρώπινης δρα­στηριότητας.

– Κι όλα αυτά να διαδραματίζονται στη Μεσόγειο, μία Μεσόγειο μήτρα πολιτισμού.