Η Οικία του καλλιτέχνη ή οι διηνεκείς περιπλανήσεις της ψυχής του.

Nel mezzo del cammin di nostra vita mi ritrovai per una selva oscura, che la diritta via era smarrita.
Dante, Divina Comedia, Inferno, Canto I, v. 1-3

Τι δύναται να αναμένει κανείς από έναν καλλιτέχνη σήμερα; ποιο είναι το περιθώριο δράσης το οποίο μπορεί ακόμη να επιτρέψει ο καλλιτέχνης στον εαυτό του μετά από τόσα εικαστικά κινήματα απελευθέρωσης, ή πρακτικά και επανάστασης; μπορεί ακόμα να παρουσιάσει μίαν θεματική που να είναι ανεξερεύνητη, νέα πρωτότυπη και η οποία να βασίζεται σε μίαν έμπνευση αυθόρμητη, καθαρή και αυθεντική; Η απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις μόνον με αρνητικό τρόπο δίδεται, όπως στην αποφατική θεολογία: μα είναι άγνωστο το τι αναμένουμε από τον καλλιτέχνη, είναι όμως γνωστό ότι δεν περιμένουμε πλέον από αυτόν να μας προσφέρει μίαν αποκατάσταση της πραγματικότητας.

Επομένως, ποια απρόσμενη ιδέα κατέλαβε το πνεύμα του Δημήτρη Ξόνογλου, όταν θέλησε να μας παρουσιάσει μίαν οικία, ένα είδος αστικής ή αγροτικής κατοικίας με τα αντικείμενα τα οποία αυτή περιλαμβάνει και εξωτερικά επενδυμένης με αυγά; Πρόκειται για μίαν πραγματική αποκατάσταση της πραγματικότητας ή, πίσω από αυτήν την επιφανειακή εικόνα, κρύβεται μια άλλη πραγματικότητα, «ποιητική» με την κυριολεκτική σημασία του όρου; μήπως πρόκειται για μία πραγματικότητα που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο μιας προσωπικής προσέγγισης, ολότελα άγνωστης, την οποία ο καλλιτέχνης μας καλεί να ανακαλύψουμε; Θα εκφράσουμε ορισμένες σκέψεις για αυτήν την πραγματικότητα, αντικατόπτρισμα μιας προκλητικής, ειλικρινούς και οξείας νοητικής διεργασίας.

Τα αντικείμενα τα οποία παρουσιάζονται στην έκθεση αναμφισβήτητα σχετίζονται με το εσωτερικό της οικίας∙ επομένως, η γλώσσα, ο κώδικας επικοινωνίας τον οποίον καθορίζει ο καλλιτέχνης είναι άμεσα συνυφασμένος με αυτά. Όμως, κοιτάζοντας τα εν λόγω αντικείμενα από κοντά, διαπιστώνει κανείς ότι αναιρείται η λειτουργικότητά τους, και μεταβάλλονται σε «αντικείμενα τέχνης», που «παρα-φράζουν» τον καθημερινό λόγο τον προφερόμενο στην οικία, όπως και τις κινήσεις μας γύρω τους, που αρθρώνουν την καθημερινή μας ζωή.

Με αυτόν τον τρόπο, ο παρα-φραστικός λόγος τον οποίον υιοθετεί και εφαρμόζει ο καλλιτέχνης αναιρεί ολοκληρωτικά την χρηστικότητα των αντικειμένων και αλλοιώνει την μορφή τους, έστω και αν αυτά παραμένουν ξεκάθαρα αναγνωρίσιμα: κρεββάτι με κλίμακες (ή κλίμακες με κρεββάτι), κρεββάτι με οπές που αλλάζουν το επίπεδό του, το οποίο επιπλέον αλλοιούται από την παρουσία ενός μπλε όντος, ομοίου με απωλεσθείσα ψυχή της οποίας τα ώτα παραπέμπουν σε εφιαλτικές ενοράσεις ενός δαιμονιόπληκτου επέκεινα. Ένα άλλο κρεββάτι, κάθετα τοποθετημένο, διασχίζεται από κύματα και το ίδιο ισχύει για έναν καναπέ στον οποίον ευρίσκονται εναποτεθειμένες δύο χειροβομβίδες…

Αυτός ο λόγος ο οποίος παραφράζει τα συγκεκριμένα αντικείμενα, δίδοντάς τους ασυνήθιστες και εντυπωσιακές φόρμες, αντιστοιχεί σε μίαν γλώσσα αντίθεσης και αντιπαράθεσης, αλλά κυρίως παραδοξότητας: αυτά τα αντικείμενα, όσο περίεργο και αν φαίνεται αυτό, είναι εκτός της οικίας και γεμίζουν τον εξωτερικό χώρο, σαν να επρόκειτο να τοποθετηθούν σε έναν φανταστικό κήπο. Εν ολίγοις, από την μία πλευρά ευρίσκεται ένας οικιακός χώρος ολότελα κενός, και από την άλλη ένας εξω-οικιακός χώρος πλήρης από παραμορφωμένα αντικείμενα.

Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, στον φανταστικό κήπο ευρίσκεται επίσης το βίντεο μιάς εγκύου γυναίκας σε ένα λειτουργικό χώρο πάνω σε διάδρομο γυμναστικής∙ ταυτόχρονα, η φωτογραφία του καλλιτέχνη σε ενδιαφέρουσα οδηγώντας ένα παιδικό καρότσι. Έτσι, ο εξω-οικιακός χώρος πληρούται ολότελα, ενώ ανάμεσα στους δύο χώρους ευρίσκονται οι ευαίσθητοι τοίχοι αυγών.

Το σύνολο φέρει την ονομασία «Η οικία του καλλιτέχνη». Άλλ’ ωστόσο σε ποιόν ακριβώς χώρο αναφέρονται αυτοί οι όροι, στον εξωτερικό ή τον εσωτερικό; Νομίζουμε ότι και στους δύο, διότι αυτοί αντικατοπτρίζουν την ψυχή του καλλιτέχνη που καλείται να μετακινείται από τον ένα στο άλλο, διασχίζοντας τον τοίχο των αυγών. Πνεύμα, αιθερικό και δαίμων, ο καλλιτέχνης συχνάζει στους χώρους αυτούς, ζει εκεί, και πραγματοποιεί το τριπλό ταξίδι που του επιβάλλει ο ρόλος του, καταδικασμένου να επαναδημιουργεί την πραγματικότητα, να την αλλάζει, να την μεταφέρει μακρυά από την καθημερινότητα, την οποίαν με αυτόν τον τρόπον υπερβαίνει. Το τριπλό ταξίδι το πραγματοποιεί η ψυχή του καλλιτέχνη μέσα από την Κόλαση, το Πουργκατόριο και τον Παράδεισο.

Την Κόλαση, που αντιπροσωπεύει η καθημερινότητα της σημερινής εποχής, γεμίζουν τα παραμορφωμένα αντικείμενα της οικίας, η έγκυος που χορεύει παρά την εγκυμοσύνη και ο παρά φύσιν ανήρ-έγκυος. Το Πουγκρατόριο αντιστοιχεί σε αυτό το κενό διάστημα που η ψυχή του καλλιτέχνη κατοικεί μόνη, ψάχνοντας για μια σωτηρία αργή, δύσκολη και επίπονη, αφού πρώτα διασχίσει τον ευαίσθητο τοίχο των αυγών.

Όσο για τον Παράδεισο, που είναι; Μήπως ευρίσκεται στην άλλη αίθουσα της έκθεσης, όπου παρατίθεται μία ολόκληρη σειρά από πορτραίτα, που αντιστοιχούν στους φίλους και συγγενείς του καλλιτέχνη; Όμοια με τους penates των Λατίνων, αυτά συνοδεύουν με τη προστασία τους την ψυχή του καλλιτέχνη στο επέκεινα, στην μυητική εξερεύνηση που είναι η ανακάλυψη της Τέχνης. Αυτό σημαίνει ότι στο έργο του Δημήτρη Ξόνογλου, ο Παράδεισος δεν είναι εμφανής. Να υποθέσουμε ότι δεν υφίσταται ή ότι ευρίσκεται καλά κρυμμένος στα βάθη της ψυχής του;

Michel Cacouros

Ecole Pratique des Hautes Etudes

(a la Sorbonne), Paris.