Κριτική της Θάλειας Στεφανίδου – Δημητρακοπούλου
Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε το έργο του Δημήτρη Ξόνογλου με όρους αισθητικού φορμαλισμού, θα λέγαμε πως ανήκει στη νέα παραστατική ζωγραφική, την απόγονο του σουρεαλισμού στην εξπρεσιονιστική της διαπραγμάτευση. Συχνά, γι’αυτή τη νέα παραστατική ζωγραφική ιδιαίτερα για τους καλλιτέχνες της γενιάς του –γενιά του ’80– χρησιμοποιούνται οι όροι νέος εξπρεσιονισμός, νέος φωβισμός, έντεχνος βαρβαρισμός, τρανσαβανγκάρντια.
Σε μια εποχή όπου γίνεται έντονα λόγος για κρίση στην τέχνη, η επιστροφή στη ζωγραφική πράξη – φαινόμενο αδιαφιλονίκητο, διεθνές, υποστηριζόμενο από πολλούς θεωρητικούς και προβαλλόμενο από εμπόρους τέχνης – είναι δήλωση της κρίσης ή σημαίνει το ξεπέρασμά της; Είναι αλήθεια, ότι στη νέα παραστατική ζωγραφική υπάρχει μια επανασύνδεση εξωτερική με πρωτοπορίες των αρχών του αιώνα και ιδίως με τον εξπρεσιονισμό και το σουρεαλισμό. Πέρα όμως απ’ αυτήν την εξωτερική επανασύνδεση, μια τέτοια καλλιτεχνική έκφραση σήμερα, είναι σίγουρο ότι επανεγγράφει δημιουργικά επομένως και αναμορφώνει τις αξίες του παρελθόντος κι όχι μόνο τις αισθητικές. Αν προσδιορίζαμε το ποσοστό αυτής της δημιουργικής κατάθεσης, θα βρίσκαμε το στίγμα της εποχής της γενιάς του ’80, πέρα από ευάλωτες έννοιες όπως πρωτοπορία ή παρακμή στην τέχνη. Φαίνεται ότι ακόμη είναι νωρίς για μια τέτοια αποτίμηση που θα γίνει σίγουρα αργότερα και φυσικά μέσα από όρους που δε θα αφορούν μόνο την τέχνη.
Με το Δημήτρη Ξόνογλου έχουμε έναν καλλιτέχνη που συνδεμένος με μύθους και θεολογικά βιώματα – κλασικές γενεσιουργές πηγές δημιουργίας τέχνης – τα εγκοσμιοποιεί.
Έχει τη δυνατότητα να κρατάει την απόσταση που χρειάζεται από ιδεολογικά συστήματα και σύγχρονους μύθους τεχνολογικούς και άλλους. Ωστόσο, η άμεση σύνδεσή του με αρχέτυπες μήτρες δεν τον εμποδίζει να αντικειμενοποιεί τη συνείδησή του, να τη φωτίζει και να ελέγχει έτσι τα όρια της ελευθερίας του, γιατί δε χάνει την αντίληψη του σύγχρονου κόσμου γύρω του, που κατ’ ανάγκη δρα και περιοριστικά σ’ αυτή την ελευθερία, ενώ παράλληλα του υπαγορεύει σημερινές μορφές έκφρασης και προβληματικής.
Το έργο του φτιαγμένο από καυτή χρωματική ύλη, είναι μια προσπάθεια διείσδυσης στην τραγικότητα της ύπαρξης.
Από τη ρευστότητα του ζωγραφικού υλικού του πλάθονται οι μορφές του, σαφώς περιγραμμένες, συνέχεια του φόντου. Άγιοι της ορθοδοξίας – ακαθόριστες θεότητες του ανατολικού πανθέου, μορφοποιημένες και μέσα από απεικονίσεις τελετουργικών στοιχείων – δαιμονικά και πλάσματα παράξενα – εργάτες των εγκάτων, Σίσυφοι έκπτωτοι, γνώστες της παγκόσμιας διαδικασίας, εκφραστές της άλλης όψης της «θείας χάριτος» – σύμβολα ξεχασμένων φυλών που διαστράφηκαν – μάγοι χλευαστές και στρεβλοί εκπορευτές των στοιχείων γνώσεις, απομυζητές της ανθρώπινης δράσης και ενέργειας – πρωτοπλασματικές μορφές – εξωγήινα, εκτοπλασματικά και πρωτεϊνικά πλάσματα, υποψίες άλλης οργάνωσης ζωής με γήινο ωστόσο στίγμα, συνεκτικός ιστός του συμπαντικού γίγνεσθαι, συνυπάρχουν σε συνεπείς ενότητες, αποκωδικοποιημένων και μεταπλασμένων προσωπικά, απόκρυφων διδαχών και θρησκευτικών δοξασιών, συνδυασμένων με βιολογικές απόψεις του γίγνεσθαι.
Έτσι, η θεματογραφία του όσο και ο τρόπος εκφοράς της, μας αποκαλύπτουν μια αγωνιακή τέχνη που ανασταίνει τραγικά συμβάντα, την αντίθεση του ανθρώπινου από το θεϊκό, τη συμφιλίωσή τους, τη διαλεκτική τους ενότητα, τη μεσιτεία ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Θεσσαλονίκη, Μάρτιος ’85
Θάλεια Στεφανίδου – Δημητρακοπούλου
Θεωρητικός τέχνης