Κείμενο της Κατερίνας Κοσκινά

Αγαπημένε μου Δημήτρη,

Κατάφερα τελικά να «κατεβάσω» στον υπολογιστή τις φωτογραφίες που μου έστειλες και πραγματικά εξεπλάγην. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να δω τα έργα από κοντά. Είναι αλήθεια ότι με έχεις συνηθίσει σε εκπλήξεις. Όμως, αυτή τη φορά τα έχασα πραγματικά. Δεν ξέρω τι περίμενα να δω. Ίσως γιατί από το «Χρυσό μου Ψυγείο» το 1996 και το «Βουνό» αργότερα, είχα αποδεχτεί το νέο υπαινικτικό ρόλο που είχες διαλέξει να παίζει πλέον η ζωγραφική στο έργο σου. Ίσως πάλι γιατί δεν πάει πολύ καιρός που προσπαθούσα να συμφιλιωθώ και να αποκωδικοποιήσω τους σαρκαστικούς συμβολισμούς των έργων της ενότητας «Τρυφερές Μπαλάντες για ευαίσθητους βιομηχάνους». Η ιδεολογική χρεοκοπία μιας ολόκληρης εποχής, η συνειδητοποίηση της ουτοπίας για καλύτερες μέρες, η εναλλασσόμενη παντοδυναμία ατόμων που ταυτίζονται περιστασιακά με το κεφάλαιο ήταν μερικά από τα θέματα που άγγιξες τότε με μια μορφοπλαστική γλώσσα δωρική, αλλά συγχρόνως πικρά χιουμοριστική. Φαίνεται ότι η αποτύπωση αυτών των εικόνων στη μνήμη μου ήταν ακόμη έντονη και μάλλον γι’αυτό πίστευα ότι η νέα σου δουλειά θα κινούνταν στον ίδιο άξονα.

Ανέκαθεν έβρισκες τον τρόπο να βάλεις το προσωπικό σου στίγμα στα μεγάλα κοινωνιολογικά, ιστορικά και ηθικά ζητήματα που τελευταία θίγει όλο και πιο καίρια η σύγχρονη τέχνη. Προφανώς, όμως, είχα ξεχάσει ότι οι αγωνίες, οι γνώσεις και τα πρόσωπα που έχουν στοιχειώσει τη φαντασία σου βρίσκουν πάντα διαφορετικούς τρόπους να εμφανιστούν, ονειρικά ή εφιαλτικά, στο έργο σου, χωρίς να αγκυλώνονται σε μορφολογικές επιταγές. Ενθουσιάστηκα με τη ζωγραφική των πορτραίτων και το συνδυασμό της με τις κατασκευές. Σκέφτομαι τώρα ότι όσες τεχνοτροπίες κι αν έχεις χρησιμοποιήσει -και είναι πολλές- από τη ζωγραφική και την κεραμική μέχρι το βίντεο και σε όλα υλικά, συχνά έξω-ζωγραφικά, όπως το κερί, το αλεύρι ή η φωτιά, κι αν έχεις ανατρέξει, πάντα κατορθώνεις να μετουσιώνεις το βίωμα ή την υπαρξιακή ανησυχία σε εικόνα αυτοαναφορική, μη αποστασιοποιημένη, ωστόσο, από τα μεγάλα παγκόσμια ζητήματα. Με είχες συνηθίσει όμως άλλοτε σε «συγκινησιακές» προσεγγίσεις των θεμάτων σου, όπως με τα καμένα βιβλία και την αναφορά στη φθορά της ύλης, αλλά και του πνεύματος και άλλοτε πάλι σε μια εννοιολογική προσέγγισή τους, μέσα από εγκαταστάσεις με βάρη, αλυσίδες και σκάλες, που πρόδιδαν την ανάγκη σου να ελέγξεις τη σύμπτωση του προσωπικού μοναχικού σου δρόμου με τον συλλογικό. Είναι, πιστεύω, η πρώτη φορά που αυτές οι δύο διαφορετικές προσεγγίσεις συναντιούνται τόσο αρμονικά σε μια έκθεσή σου.

Υποθέτω ότι τώρα ανοίγεις τα χαρτιά σου περισσότερο, γιατί ασχολείσαι κυρίως με αυτό που θέλεις να πεις και λιγότερο με το πώς θα το πεις. Τα κοινωνιολογικά, γνωσιολογικά, θεολογικά ζητήματα, τα οποία φαίνεται ότι έθιξες καίρια με την έκθεση «Λάβετε, φάγετε», που, δυστυχώς, δεν είδα, σε απασχολούν και στην ενότητα αυτή. Η παρουσία των πορτραίτων μοιάζει με ομολογία της ζωγραφικής σου φύσης και παιδείας. Επιπλέον, η απτική σχέση που αυτή σου επιτρέπει να διατηρείς με τα πρόσωπα που επέλεξες να απαθανατίσεις μοιάζει να σου είναι απαραίτητη, γιατί σου εξασφαλίζει στενότερη επαφή μαζί τους. Διαλέγεις να φτιάξεις μια «γκαλερί προσωπογραφιών» που μεταφέρει το κέντρο βάρους από το γενικό στο ατομικό και συνδέει την Ιστορία με το προσωπικό βίωμα. Είναι προφανές ότι οι άνθρωποι αυτοί, σε επηρέασαν, όπως και πολλούς άλλους ανθρώπους της γενιάς σου, ασχέτως επαγγέλματος. Τους διάλεξες γι’ αυτά που σημαίνουν για σένα, καλά και κακά. Πιστεύω ότι αυτό που ουσιαστικά κάνεις, αφού ζητάς τη γνώμη μου, είναι να «δείχνεις» μόνο μέσα από τα βιώματά σου ή μέσα από γνώσεις που σου έγιναν πεποιθήσεις.

Εγώ τουλάχιστον, κοιτάζοντας τον τρόπο που είναι δουλεμένα τα πορτραίτα αυτά, αισθάνθηκα ότι πραγματικά είχες την ανάγκη να τα πλησιάσεις, να τα χαϊδέψεις, γι’ αυτό τα ζωγράφισες. Τα δεκατέσσερα αυτά πρόσωπα διακρίθηκαν για την επαναστατικότητά τους, την οδύνη τους ή την οδύνη που προκάλεσαν σε άλλους, την αγριότητά τους, την εξουσιαστικότητά τους, την καλοσύνη τους. Διακρίθηκαν, σε γενικές γραμμές, για λόγους που προκάλεσαν το κοινό αίσθημα και ξεπέρασαν το μέσο όρο. Προφήτες, άγιοι ή δολοφόνοι, άφησαν πίσω τους μια τροχιά που χαρακτηρίζει τη διαδρομή τους και ξεπερνάει τα όρια του πραγματικού χρόνου που τους αναλογούσε ημερολογιακά. Στους καλλιτέχνες, από τον Καραβάτζιο μέχρι τον Μάπλεθορπ, προσέθεσες συγγραφείς, αθλητές και δολοφόνους, καθώς και τον Άγιο Χριστόφορο, ίσως για να συμβολίζει το συνεχές πήγαινε-έλα ανάμεσα στο καλό και το κακό. Στο μόνιμο εναγώνιο ερώτημά σου για τον χρόνο προστίθεται αυτή τη φορά άλλο ένα υπαρξιακό ερώτημα ηθικής τάξης. Μήπως όμως αυτό δε γίνεται παρά για να σχολιάσει με σημασία τη σχετικότητα όλων αυτών των μεγεθών. Κάνω λάθος Δημήτρη;

Τι σημαίνουν τα πορτραίτα αυτά; Γιατί οι «άγιοι» αυτοί, καταραμένοι ή πραγματικοί, αποτελούν το πρώτο μέρος μιας εγκατάστασης που αποκαλείς ισόβιart; Γιατί στα έξι μικρά κελιά είναι φυλακισμένοι η Φρίντα, Πικάσο, Πόλλοκ, Καραβάτζιο κ.λπ. και στο μεγάλο εσύ; Μα νομίζω γιατί ταυτίζεσαι μαζί τους. Γιατί ξέρεις ότι όσο ζεις θα ζεις μαζί τους και αυτό είναι απειλή, αλλά και χαρά, τέχνη, δημιουργία. Και ακόμη γιατί τους έχεις ανάγκη για να σε συντροφεύουν στο δικό σου εγκλεισμό, τον οποίο εν μέρει σου επέβαλλαν, κάνοντάς σε όμοιό τους.

 Άλλωστε, και αυτοί είναι ούτως ή άλλως ισόβια φυλακισμένοι στο μυαλό σου.

Έτσι, στο κέντρο όλων αυτών ο δικός σου εγκλεισμός σημαίνει την παραδοχή της διδαχής τους, αλλά και την αποδοχή μιας μελαγχολικής αλήθειας που έχει να κάνει με τη σημερινή πραγματικότητα. Σήμερα, δεν υπάρχει πια ρομαντισμός ή ηρωικότητα. Στην παντοδυναμία της απρόσωπης παγκοσμιοποίησης αντιπαρατίθεται μόνος τους ο άνθρωπος με τις φοβίες του και την καθημερινότητά του. Αυτό συνήθως οδηγεί τους περισσότερους σε καταστάσεις απομόνωσης ή υπερβολής, όχι όμως και τους δημιουργούς. Μήπως το τρίτο μέρος της εγκατάστασης, το μεγάλο κελί που εμπεριέχει στο πάτωμα την φωτογραφία σου (εδώ, βλέπεις, δεν χρειάζεται η ζωγραφική για να επιτευχθεί η προσέγγιση) είναι μια αλληγορία της σημερινής ζωής; Μιας ζωής εκτεθειμένης στην κοινή θέαση, στην οποία τίποτε δεν είναι στέρεο, ούτε σταθερό. Η μόνη σταθερότητα βρίσκεται στις έννοιες, γιατί χωρίς αυτές δεν θα υπήρχε μονάδα μέτρησης, και στη συνείδηση της ύπαρξης, με το βιολογικό και ψυχοδιανοητικό της έρμα.

Ο εγκλεισμός είναι σίγουρα μια δυσάρεστη κατάσταση. Σε υποχρεώνει όμως σε ενδοσκόπηση και σε μπάζει στη διαδικασία να βρεις τρόπο διαφυγής. Εσύ όμως, ξέρεις ότι υπάρχουν αξίες και μεγέθη που δεν εγκλωβίζονται, ούτε και δραπετεύουν.

Δημήτρη μου, νομίζω ότι έστησες ένα σκηνικό για να πεις ότι, όσο κι αν η καθημερινότητα μας καταλαμβάνει ολόκληρους, υπάρχει διέξοδος, αρκεί να ενεργοποιήσουμε τη αντίληψη και τα οράματά μας.

Γνωρίζουμε ότι εκτός από το συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, υπάρχει και ο νοητικός. Εσύ έχεις την τύχη σαν δημιουργός να μπορείς τουλάχιστον να το δείξεις, αν όχι να το αποδείξεις.

Αυτά τα ολίγα. Σε ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σου και μην ξεχνάς ότι και το δικό μου κοίταγμα είναι υποκειμενικό!

Σε φιλώ,

Κατερίνα

Σεπτέμβριος, 2005

Κατερίνα Κοσκινά

Ιστορικός Τέχνης