Κείμενο αγνώστου για τον Δημήτρη Ξόνογλου

Όταν η τέχνη των εκθέσεων αποτελεί για πολλά χρόνια τον κύριο τρόπο διασκέδασης των εντυπώσεων που προκαλούν η αναπαραγωγή των εικόνων, οι επαναλήψεις, η συγχώνευση πρωτογενούς πάθους – αίσθησης, συναισθήματος, οι φωτογραφήσεις και οι αναπαραστάσεις μια νέα πραγματικότητα παγιδεύεται στο έργο του Δημήτρη Ξόνογλου.

Καμμένα βιβλία, αποκαϊδια βιβλίων, λειωμένο κερί, κάρβουνο, φύλλα χρυσού, νωπογραφίες, σχέδια με υποτονικές γραμμές υπεισέρχονται σε μια αναπάντεχη τεχνική επινόηση, αυθαίρετα εκλεγμένη, όχι παρεμπιπτόντως αλλά συνέχεια ενός έργου που δεν μπορεί να αποφευχθεί ή να παραληφθεί έντεχνα – άρα δεν ισχύει η εκλογίκευση – αλλά που μπορεί να αποτελεί συναισθηματική και λογική ακολουθία.

Ο εντυπωσιασμός παρεμβαίνει μόνον στο αρχικό στάδιο της πρώτης – οπτικής – επαφής, μια καινούρια ιστορία ελευθερώνει και τις άλλες αισθήσεις, η πραγματικότητα γίνεται «ορατή» και αναγνώσιμη, στο σύνολο του αισθητικού εντυπώματος, φαντάζει άφθαρτη, προφυλαγμένη, universalis, κινητοποιούνται οι πρώτες υποψίες για τις διαδικασίες πραγμάτωσης του έργου και τις βιωματικές αντανακλάσεις.

ΣΗΜΕΙΟΝ ΕΡΗΜΟΣ

Η νέα συνθήκη που προκύπτει, θα τηρηθεί χρονικά, και θα πληρωθεί εμπειρικά, σαν συμβόλαιο με την Λεγεώνα των Ξένων, επικίνδυνο, αυτοκαταστροφικό αλλά προσπελάσιμο. Η συνειδητή σκέψη σε καμμιά περίπτωση δεν υποτάσσει το έργο σε ιδέες περί τέχνης συμβατικές, έτσι που αν ο Δ.Ξ. δεν υπήρχε, θα έπρεπε οπωσδήποτε να τον ανακαλύψουμε.

Η αφαίρεση συνήθως αρέσει γιατί δεν είναι σκληρή για το θεατή, εδώ όμως η πορεία μοιάζει μ’αυτή στην κόψη ενός ξυραφιού, γίνεται αντιληπτή αργότερα από την εσωτερική αιμορραγία που προκαλεί η φυλάκιση της πραγματικότητας, η σκάλα στον ουρανό που είναι αυτοκόλλητη, το βάρος της σιδερένιας μπάλας που εμποδίζει την ανάληψη, την εικόνα που γίνεται ωμή, τη λαμπρότητα των υλικών που βασανίζει, σαν το χρυσό αλέτρι στο μαύρο φόντος της ασπίδας του Αχιλλέα.

ΟΙΚΕΙΑ ΗΔΟΝΗ

Είναι τέχνη όχι μόνο για το «φαίνεσθαι», παράγει γνώση μέσω της εξοικείωσης, υπογραμμίζει ότι μέρα και νύχτα δεν είναι παρά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ο θαυμασμός παράγεται και από την ηδονή και από τη γνωστική αξία, σχεδόν δεύτερη Αριστοτελική ουσία. Η έρημος του καλλιτέχνη είναι οικεία μέσα στο επιμέρους του όλου, υποκειμενοποιεί τη δευτερογενή ποιότητα, οι ουδέτεροι τίτλοι βοηθούν την προσωπική έκφραση, διατηρούν την ανωνυμία.

ΤΑΤΟΥΑΖ

Κι όμως ο δημιουργός προτιμά να βρίσκεται στην έρημο, σίγουρος ότι θα δραπετεύσει, έχοντας ορθόδοξη πίστη, φόβο της ειδωλολατρείας και υποκύπτοντας στο δέλεαρ της μακαριότητας, προτιμά το μαρτύριο από τον αφανισμό σαν γνήσιος εκφραστής της πραγματικής ανθρώπινης ψυχής που αντιπαρέρχεται τη θυσία, τη σταύρωση και την τραγικότητα, γνωρίζοντας καλά ότι η «σκόνη» της ερήμου αποτελεί το πιο αναλλοίωτο στοιχείο από την εποχή της Γέννεσης.

Η ΛΥΤΡΩΣΗ

Η στιγμή της κορύφωσης στο έργο του Δημήτρη Ξόνογλου έρχεται με την αναγνώριση του έργου, η θέση του θεατή είναι πια επί σκηνής κι η τέχνη του εισάγει την ιδέα στη μορφή έτσι ώστε οι περιβάλλουσες συνθήκες δεν είναι ικανές και αναγκαίες αλλά απλά επαρκείς, ενώ στο νου μας στροβιλίζει εκείνος ο προσεχής λαβύρινθος με τα κέρινα τέρατα της Αποκάλυψης και τις χρυσές συντεταγμένες – πυξίδες που οδηγεί σε μια νέα Κοσμογονία.

1993

Αγνώστου