Κατεβαίνοντας τη σκάλα με ένα κύβο ζάχαρης στο χέρι
Αυτόν που δε χωνεύω με τίποτα είναι ο Marcel Duchamp, κοτσάρισε μια ξεχαρβαλωμένη ρόδα ποδηλάτου πάνω σ’ ένα σκαμπό, υπέγραψε ένα κατουρητήριο κι από τότε όλοι οι «βλαμμένοι» της οικουμένης τρέχουμε και δε φτάνουμε για πάνω από εκατό χρόνια. Η καφετιέρα που γδύνει τους εραστές της μας γάμησε και με το σκάκι, με τις αμπούλες, τα σχοινιά, τα μουστάκια της Μόνα –Λίζα, και δώσ’ του να ανατριχιάζουν και να χύνουν οι ιστορικοί τέχνης, και κείνο το παλιοκόριτσο η Πέγκυ, η χουβαρντού, καλά να ‘ναι, αυτή πήδηξε το σύμπαν της τέχνης απ’ άκρη σ’ άκρη∙ τρέλανε τους Γιαπωνέζους και τον Jackson Polllock, τον καλύτερο μάγειρα μακαρονιών. Μακαρόνια σ΄ όλα τα πάχη και χρώματα, με σάλτσες φοβερές όλων των γεύσεων μέχρι τις κονσέρβες του Piero Manzoni. Αλλά ποιος μπορεί να τρώει μόνο μακαρόνια και μαλλιά αγγέλων για τόσα χρόνια, στο τέλος ξερνάει τον εαυτό του και γίνεται χαλκομανία στα δέντρα. Αυτό που ήθελε το σύστημα, άλλος ένας «καταραμένος».
Δεκάδες κριτικοί τέχνης ερίζουν από τότε για το αν ο ίδιος ο Μarcel έβαλε κρυφά στο ντεπόζιτο της βενζίνης του τρακαρισμένου αυτοκινήτου κρέμα γάλακτος της Βρετάνης ή κύβους ζάχαρης σαν άλλος Παπαδόπουλος στον Έβρο, μπορεί και μαλλιά από τη σαρκοφάγο της Ιωάννας της Λωραίνης. Ένα είναι σίγουρο: ο Jackson Pollock έγινε ο μεγάλος ήρωας της αμερικάνικης τέχνης, όχι σαν τους δικούς μας τους «μικρούς», τον Αθανάσιο Διάκο, για παράδειγμα, που απλώς «εσουβλίσθη εις την Αλαμάναν δια την ελευθερίαν» από τους Τούρκους, όπως ανέφερε το πρακτορείο Αθηνών, κι ας έχει τόσα χρόνια να βγάλει η γης χορτάρι στο μέρος που τον φάγανε, μέχρι κι ο ήλιος κάνει στάση ενός λεπτού εκεί. Είναι κοντά κι οι Θερμοπύλες, πολλές φορές οι περαστικοί βλέπουν τους 300 με το Λεωνίδα να παίρνουν το λουτρό τους.
Ο Duchamp πέθανε το 1968, δεν είναι λίγοι εκείνοι που χειροκρότησαν αυτή του την απόφαση. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα σ’ όλο τον κόσμο, στο Πεκίνο ο Mao Che-tung, έκανε απεργία πείνας μιας ώρας, στο Παρίσι η Παναγία έκανε το θαύμα της, ανεστήθη ο Καμπούρης κι άρχισε τις κωδωνοκρουσίες που κατέγραφε σε νότες ο Igor Stravinsky. Η Marina Abramovic πήρε μια βαθιά ανάσα και ανέβηκε ξυπόλητη τη σκάλα με τα μαχαίρια χωρίς να πάθει τίποτα, έδεσε την κοτσίδα της στα γένια του παππού της και αφέθηκε στο νανούρισμά του «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ Τα Νικητήρια». Ο Picasso μόλις έμαθε τα νέα, έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη, κλείστηκε στο ατελιέ του και άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς τη «Suite 347», αφήνοντας άναυδο τον κόσμο. Απ’ την πολλή στενοχώρια το Ραφαήλ να πηδάει τη Φορναρίνα, τον πάπα να τους λιγουρεύεται και το Μιχαλάκη να παίρνει μάτι κάτω απ’ το κρεβάτι. Ο Καζαντζίδης στη διαπασών σ’ όλα τα ραδιόφωνα, «Μια σταναχώρια», ο Κουνέλλης ταΐζει τα άλογα να καρδαμώσουν που θα εκθέσει μετά στην Attico, ενώ τα τσουβάλια του με κάρβουνο, φασόλια, βαμβάκι και φακές είναι έτοιμα. Το κάρβουνο μήτρα της γης σαν λόγος της Πυθίας, κι ο Γιάννης ο πιο ρομαντικός, ο τελευταίος των Μοϊκανών.
Όχι, δεν τον χώνεψα ποτέ τον Duchamp. Αντιπαθέστατος και βρωμιάρης και σνομπ, είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλλά και οι άλλοι μεγάλη ιδέα έχουν γι’ αυτόν. Μετά τον βαλσάμωσαν, τον έβαλαν σε μια γυάλα και τον προσκυνούσαν σαν τον Λένιν και τον Στάλιν. Ένα ανθρωπάκι είναι, γίγαντας μεν, αλλά ανθρωπάκι.
Φίλοι μου, ένα κομμάτι κάρβουνο εμπεριέχει το σχέδιο καταχωνιασμένο στη γεωλογική του ηλικία και ελευθερώνεται, όταν το κάρβουνο σπάει σε κομμάτια μπροστά στο νυχάκι του αριστερού ποδιού του Wassily Kandinsky, μετά περνά από το μαύρο στομάχι του Kazimir Malevich και εξέρχεται σαν ριπή οπλοπολυβόλου από το βλέμμα του Pablo Picasso.
Δημήτρης Ξόνογλου
Ιανουάριος 2011