Ίχνη πορείας
Τον ζωγράφο τον απασχολεί -ή τουλάχιστον πρέπει να τον απασχολεί- εξίσου με τον γλύπτη, το θέμα του χώρου.
Χένρυ Μουρ
Ikaditore est tradutorre traditore est tradi:
Αγωνία για το άφατο, κίνδυνος να το αποδώσεις, ιεροσυλία να το δώσεις, απειλή μην και προδώσεις. Προδότες όλοι εμείς, που τον εικαστικό λόγο θαρρούμε ότι τον κάνουμε εναργή με τον λόγο μας. Καταδικασμένοι στην απειλή της προδοσίας, στην ασφάλεια της «αντικειμενικής» πρόθεσης και στην πλάνη μιας υποκειμενικής βεβαιότητας. Καταδικασμένοι ωστόσο να το επιχειρούμε με ασφάλειες ή χωρίς, με ανασφάλειες ή δίχως.
Ο Ξόνογλου γεννήθηκε πάνω που έκλεινε ο μισός 20ος αιώνας, σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας, την Πρώτη Σερρών. Πήρε τον δρόμο για την Αθήνα, δρόμο αναγκαστικό, όπως και για την άλλη Ελλάδα τότε. Μετά ήρθε η σειρά της «αιώνιας πόλης» και η συνάντηση με τη ζωγραφική και την κεραμική. Ένιωσε και έγνωσε τη φλόγα της δημιουργίας. Achile Bonito Oliva και διαπρωτοπορία στην Ιταλία. Νέοι Άγριοι στη Γερμανία. Αργότερα θα μάθει και για τη ζωή που γεννούν οι φλόγες. Όχι μόνο επειδή είχε δει το σπίτι του στάχτη κι αποκαΐδια.
Για να ξεκινήσεις από την ελληνική βόρεια επαρχία, να κατέβεις στον αθηναϊκό λαβύρινθο και μετά να φτάσεις στην πολυάνθρωπη αγαπημένη του Φελίνι, θέλει πολύ κουράγιο και αφιερωματική πίστη στο δράμα. Ο Ξόνογλου φαίνεται πως πρέπει, πέρα από αυτά, να είχε και εκρηκτικό εγώ.
Όλα του βγήκαν στην πρώτη δουλειά του με χρώματα που πυρπολούσαν εικόνες ονειρικές και έγραφαν συνθέσεις απρόσμενες: μείγματα της θελκτικής κόλασης του Bosch, της παραμυθένιας αθωότητας του Chagal, του επιθετικού πάθους των Νέων Αγρίων και της ηθελημένης καθαρότητας των νεοπαραστατικών της διαπρωτοπορίας. Ακόμη και τώρα, μετά από είκοσι χρόνια, διαπιστώνει κανείς, κοιτάζοντας τα πρώτα του έργα, μια ωριμότητα χρωματική και συνθετική, που δεν μπορεί παρά να οφείλεται σ’ ένα έμφυτο ταλέντο που ζητούσε να φανερωθεί, και στη μανική πίστη ενός νέου στη δεκαετία των είκοσι τόσων χρόνων του, που δεν μπορούσε παρά να διατρανώσει αυτή του την πίστη στη δουλειά του. Η Σχολή θα πρέπει να του ‘μαθε πολύ καλά αλφαβητάρι και κουζίνα. Τότε είναι που σπάει τα καλούπια της κεραμικής και αποφασίζει να αφιερωθεί μονάχα στη ζωγραφική. Η φλόγα που στερέωνε την κεραμική φόρμα σβήνει, όχι όμως και τα φλογερά χρώματα ούτε η φλόγα που –καίγοντας– δημιουργεί, αλλά ούτε και η Τρίτη διάσταση που στοίχειωσε στο μεταξύ τη δουλειά του. Αυτά, φανερά ήδη τότε, θα τον προστατέψουν –μαζί και με τη δική του εμμονή να ψάχνει την ουσία και τις απαρχές των πραγμάτων– από τις μετέπειτα σειρήνες μιας απογυμνωμένης εννοιολογικής τέχνης.
Αυτά ως τα μέσα της δεκαετίας του ’80, οπότε στο έργο του εγκαθίσταται για τα καλά η τρίτη διάσταση, όχι ως ψευδαίσθηση αλλά ως αντικείμενο και ύλη με εκτόπισμα. Αυτό που κάνει τον Ξόνογλου να ξεχωρίζει από άλλους ομοτέχνους του της εννοιολογικής κατεύθυνσης είναι, πρώτον, ότι δεν του αρκεί μονάχα η σύλληψη και η στοιχειώδες απόδοση της έννοιας, αλλά τον απασχολεί εξίσου και το εικαστικό της περιεχόμενο∙ δεύτερον, ότι το αντικείμενο και οι ύλες, που εξυπηρετούν την εκφορά της έννοιας, μετέχουν τα ίδια και στην εικαστική της απόδοση. Έτσι, τα καμένα, βιβλία, τα μαρξιστικά «κεφάλαια», η αυριανή γνώση που καθιστά άχρηστη τη χθεσινή και γι’ αυτό αναλώσιμη ως εικαστικό υλικό, ο λόγος και ο Λόγος που πυρπολούνται, η πνευματική τροφή που γίνεται κάρβουνο, το οποίο όμως με τη σειρά του θα δώσει το υλικό στον καλλιτέχνη για να εκφράσει τον δικό του εικαστικό λόγο, το κερί που θερμαίνεται, που παράγει ενέργεια, που συντηρεί τη μνήμη, ως κερί που καίει, που καλύπτει και προστατεύει όσα καμένα και γι’ αυτό εύθραυστά απομεινάρια της γνώσης και του λόγου, συστήνουν το εικαστικό πεδίο του Ξόνογλου. Πεδίο που παρακινεί, πέραν του οπτικού νεύρου, τα αισθητήρια της όσφρησης και της αφής. Το κερί που μυρίζει και θυμίζει -ό,τι θυμίζει-, που έχει χρώμα, που έχει υφή, που παίρνει φόρμα που γίνεται υλικό της ζωγραφικής, το αλεύρι, το ψωμί, το κάρβουνο, το καμένο χαρτί και η φωτιά: υλικά εννοιών και ύλες εικαστικές. Η φωτιά που παράγει ανόργανα άλατα, την πηγή της ζωής. Η φλόγα που κατακαίει, η φλόγα που λιώνει το κερί, η φωτιά που υποστηρίζει την έννοια, η φωτιά που παράγει τα υλικά της τέχνης.
Θα ’ταν λίγο αν ο ερευνητικός αυτός καλλιτέχνης σταματούσε εκεί. Ο Ξόνογλου αναζωογονεί τη φωτιά του έρωτά του για το χρώμα. Το κερί έχει χρώμα, το κάρβουνο έχει χρώμα, τα καμένα έχουν χρώμα, το αλεύρι έχει χρώμα. Δεν του αρκούν. Καθαρά ούλτρα μάρε, βερμιγιόν, κίτρινα του καδμίου και ατόφια φύλλα χρυσού στήνουν έναν άλλο χορό χρωμάτων της φωτιάς, περιβάλλοντας τα απομεινάρια της πραγματικής φωτιάς. Ο Ξόνογλου, ό,τι και να κάνει, είναι ζωγράφος ως τα μύχιά του. Οι έννοιας γι’ αυτόν έχουν εν τέλει χρώμα, χρώμα δοξαστικό και παλλόμενο.
Πριν κλείσει δεκαετία αφότου το αντικείμενο και η τρίτη διάσταση σημάδεψαν το έργο του, ο Ξόνογλου εκτείνεται στον χώρο και συγκεντρώνεται στα στοιχειώδη της σύνθεσης. Κύκλος – σφαίρα – σημείο, τρίγωνο – πυραμίδα, η οριζόντια και η κατακόρυφος στις ανοδικές σκάλες με τα μεταλλικά πατήματα, κι όλα αυτά σε ένα φλογώδες πορφυρό, που τα περιβάλλει και τα περιέχει από τοίχο σε τοίχο. «Σημείον Έρημος» στον «Μύλο» το 1993. Ακολουθούν τα κρεβάτια με τον πολυέλαιο, τις σκάλες, τα ανθρώπινα μέλη, το τόρσο, τις οπές: οι κάθετες μεταξύ τους ορθογώνιες μονάδες καφεκόκκινου ξύλου, που έχουν αντικαταστήσει το κατακόρυφο και το οριζόντιο των καμένων βιβλίων, συγκροτούν τη βάση του κρεβατιού, δηλαδή το σώμα του έργου, όπου επάνω του και γύρω του εκτυλίσσεται η δράση. Ακόμη και σ’ αυτήν την «ελάχιστη» εκδοχή περιβάλλοντος και σύνθεσης, το χρώμα είναι εκεί: είτε στο ζεστό καφετί του ξύλινου καμβά του έργου, είτε στο ούλτρα μάρε του τόρσο, είτε στην κέρινη ώχρα του ομοιώματος άνω άκρων, είτε στο υπόλευκο φως του πολυελαίου που παίρνει τη θέση του κεριού.
Το 1996 έρχεται η ώρα για το «Χρυσό μου ψυγείο». Εκπροσωπεί τη Θεσσαλονίκη στη μεγάλη έκθεση «Container 96» της Κοπεγχάγης Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1996. Κάθε πόλη – λιμάνι του κόσμου (περίπου 100) εκπροσωπούνταν από έναν καλλιτέχνη, ο οποίος όφειλε να παρουσιάσει, μέσα σ’ ένα ίδιο για όλους container, τη δουλειά του. Όλα τα containers, συνέθεταν στο λιμάνι της Κοπεγχάγης μια εικαστική πόλη με οίκους – χώρους δουλειάς των καλλιτεχνών, με δρόμους και πλατείες. Ο Ξόνογλου επενδύει ένα container με φύλλα βιβλίων, τα οποία με τη σειρά τους επενδύονται με φύλλα χρυσού. Στο εσωτερικό του αποθέτει ένα ψυγείο, όπου η γνώση (βιβλία τέχνης) βρίσκεται στη συντήρηση. Το βιβλίο της τέχνης –The Art Book– βρίσκεται στον ναό της γνώσης έξω από το ψυγείο, σηματοδοτώντας τη δύναμη και την αυτάρκεια της τέχνης, ενώ ο θεατής είναι ελεύθερος να μπει μέσα σ’ αυτό που μπορεί να είναι είτε μαυσωλείο της τέχνης είτε κλωβός προστασίας της τέχνης, ταυτόχρονα συλλειτουργώντας τόσο στη νοηματοδότησή του όσο και στην αισθητική του.
Το 1997 ο Ξόνογλου ετοιμάζει το «Βουνό», έναν όγκο ύψους 2,40 και μήκους 6 μέτρων, που θα το επενδύσει με χρυσό. Η ανάστροφή πορεία του container. Ο θεατής δεν μπορεί να εισέλθει στο έργο, μένει εκτός, όπως και ο πολυέλαιος –κεράκι– που φωτίζει τον χρυσό κάμπο της βυζαντινής εικονογραφικής παράδοσης. Ωστόσο είναι μέρος του έργου, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, καθώς η απορία για το περιεχόμενο (που είναι κάτι μυστηριώδες, αφού ένα πολύτιμο κέλυφος το περικλείει προστατεύοντάς το), δεν μπορεί παρά να είναι παρούσα και να τον οδηγεί στην περιδιάβασή του. Όπως έλεγε και ο Χένρυ Μουρ, «το μυστήριο διαδραματίζει σπουδαίο και χρήσιμο ρόλο στη ζωή: άγνοια και δίψα του ειδέναι, έκπληξη και εύρημα, αναζήτηση και εξερεύνηση. Κινούμαστε συνέχεια ανάμεσα στην περιέργεια και στον θαυμασμό». Βουνό λοιπόν η γνώση και πολύτιμη, ισχυρή η τέχνη που μπορεί να την οικοδομεί, να την προστατεύει και να συντηρεί συνάμα το μυστήριο.
Αυτήν ακριβώς τη χρονική στιγμή το μαστοριλίκι της γραμμής, χρόνια τώρα σε δεύτερη θέση -στις δημόσιες τουλάχιστον παρουσίες του καλλιτέχνη-, πίσω και κάτω από το χρώμα, ζητά τη δική του φωνή και κραυγάζει με ένταση και πυρετική μανία. Τώρα ο Ξόνογλου εξορίζει το χρώμα, όχι όμως και τον χώρο. Πάνω από εκατό έργα αναδύονται, προσκυνώντας τη γραμμή και το σχέδιο με εκρηκτική έξαρση και ασκητική εμμονή. Τα «Ερωτικά» της αυτοϊκανοποίησης, τα διφυή «Πρόσωπα – κλεψύδρες», το «Φιλί», οι «Χορευτές», οι «Τεμπέληδες», οι «Μικροί δολοφόνοι», οι «Καουμπόυδες», η «Καρκινική ιστορία» και μια αναγεννησιακή «Primavera» είναι σχέδια εκκπλήσσουσας ορμής, τίμιας ενάργειας και εύφορης στιγμής, που «καταλύουν την τυρρανία της επίπεδης επιφάνειας». Ο καλλιτέχνης αισθάνεται τέτοια ασφάλεια στην ευγλωττία της γραμμής του, ώστε, αυτός ο ικανότατος και παθιασμένος χολορίστας, νήστεψε το χρώμα. Η μόνη υποψία χρώματος προέρχεται μονάχα από τη διαλυμένη γομαλάκα, που όμως μοιάζει να νοιάζεται κυρίως για τη στερέωση της γραμμής και του σχεδίου ολόκληρου, καθώς και από ένα υδαρές γαλάζιο, που διστακτικά αρθρώνει ψιθύρους, μην και αποβληθεί τελείως. Ο Ξόνογλου με τα σχέδια αυτά χάρηκε την εικαστική δημιουργία και τα παραδοσιακά της εργαλεία, αποδεικνύοντας ότι δεν φοβάται τις σειρήνες εμφυτευμένης πρωτοπορίας. Στον εθισμό του «νέου» ο καλλιτέχνης αντιπαρατάσσει τη δύναμη και την τιμιότητα του ελλειπτικού του λόγου: τη γραμμή. Και τα καταφέρνει, επειδή έχει έρμα.
Ματούλα Σκαλτσά
Αναπ. Καθηγήτρια Ιστορίας της τέχνης του Α.Π.Θ.