Δημήτρης Ξόνογλου – Μια απόπειρα ερμηνείας στο έργο του
Αν η παρακμή υποδέχεται τη μοναξιά δεν είναι αυτονόητο και το αντίθετο. Η μοναξιά δεν είναι παρακμή.
Είναι η αντίσταση στην αφομοίωση, η επιλογή της περισυλλογής μπροστά στο δίλημμα: ελευθερία του θανάτου ή παρακμή του τέλους, δηλαδή, πίστη στις αξίες και επιστροφή στην ιστορία ή υποταγή σ’ αυτές και πτώση στο παράλογο της ρουτίνας.
Στο λυκαυγές του καινούργιου, όταν ακόμη οι φιγούρες του παλιού γράφονται γύρω παντού, η τέλεια ανατροπή όλων των αξιών που λίγο πριν ονομάζαμε ζωή, δεν έχει γίνει ακόμα. Δεν έχει ξεκινήσει η ζωή, αφού δεν ήρθε ο θάνατος. Είναι η εποχή της μοναχικότητας που αντιστέκεται στην αφομοίωση. Είναι οι μέρες που ονειρεύτηκε ο προφήτης W. Tatlin και έπιασε να κάνει το όνειρό του μνημείο, είναι η εποχή που η απόγνωση του Beuys τον έκλεισε στο κλουβί αγκαλιά με το κογιότ, είναι η εποχή που ο άνθρωπος φαντάζεται το Θεό του δίχως την ανθρώπινη αθανασία.
Ο Δημήτρης Ξόνογλου επιλέγει το δράμα της μοναξιάς και του απέραντου, από την τραγωδία της μοναξιάς που συμπυκνώνει το χρόνο και το ατελείωτο σε μια και μοναδική στιγμή, την έκφραση της ενότητας του χρόνου.
Επιλέγει το δράμα του αχανούς και του πανταχού παρόντος απόλυτου.
Γιατί το δράμα της μοναχικότητας πρέπει να εκφράζει την αχρονικότητα του χρόνου. Εκπληρώνει όλες τις απαιτήσεις της ενότητας συμπυκνώνοντας το πριν, το παρόν και το μετά, στη σκάλα της αδιατάρακτης ηρεμίας.
Η ενότητα του χρόνου είναι όμως μεταφυσικό αίτημα. Πιθανόν και παράδοξο, αφού ο μοναδικός δρόμος σ’ αυτό είναι ο δρόμος του κύκλου, δηλ. μια αντίφαση στην ίδια του την ουσία.
Οι σκάλες και οι τροχοί του, είναι μια απόπειρα ορθολογικής διατύπωσης της μυστικιστικής ενότητας του χρόνου. Ενός χρόνου που κινείται παραβολικά στις παρυφές του πραγματικού, στους αμμολόφους της ερήμου και στη μοναξιά του ταξιδιώτη.
Οι σκάλες του καλλιτέχνη είναι μια ανάγκη και ένα αίτημα. Είναι άραγε ένας δρόμος ανύψωσης, ένας υπαινιγμός αναχώρησης ή είναι η ουτοπία, το ασυμβίβαστο κάθε εραστή της ζωής;
Έχουν θεμέλια σε αέρινη βάση είτε έχουν μια ασταθή ισορροπία.
Ανυψώνουν στο κενό αλλά σε εγκλωβίζουν στην κάθοδο.
Η ουτοπία του καλλιτέχνη δεν μπορεί να εκπληρωθεί γιατί αυτόματα θα σημάνει η ακύρωσή της.
Αυτό όμως που εκπληρώνεται είναι η ψευδαίσθηση, η fata morgana της ερήμου, της εν δυνάμει ζωής στο θάνατο μέσα στο ναό της αιώνιας λάμψης.
Ο χρυσός είναι αιώνιος, και τα αποκαΐδια, ο κύκλος της ζωής.
Απτή απόδειξη της κατάργησης των ορίων, αφού με την πτώση της ύλης υποδεικνύεται η καινούργια αρχή.
Η εσωτερική ανάγκη της στιγμής, μετατρέπεται σε εξωτερική αλήθεια, σε ωμότητα της συνείδησης.
Έσχατη εξύψωση της μοναξιάς.
Ο Δημήτρης Ξόνογλου ανήκει στους καλλιτέχνες της νεώτερης ελληνικής τέχνης που αναζήτησαν με το έργο τους την εκφώνηση των βιωματικών συμπτώσεων του συλλογικού με το προσωπικό.
Ανήκει σ’ εκείνους τους καλλιτέχνες που το έργο τους είναι η διαγώνιος της ζωής και των παθών τους.
Σ’ εκείνους που διχασμένοι ανάμεσα στην αλήθεια και στο παράδοξο, εκφράζουν την αντίθεση στη λύτρωση της στιγμής που θα τους δώσει η γένεση ενός έργου, δηλαδή η υποδούλωση του παράδοξου στην αλήθεια.
Ο Δημήτρης Ξόνογλου ανήκει στη γενιά της σύγχρονης ελληνικής τέχνης που προσπάθησε να συλλάβει τον κόσμο συνολικά έτσι ώστε από τη συνήχηση των χασμωδιών του να προκύψει μια παράδοξη συμφωνία πραγματοποιήσιμη μέσα στη τέχνη.
Στη γενιά που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις χτίζει την εικόνα της σύγχρονης ελληνικής τέχνης.
Θεσσαλονίκη, Φθινόπωρο ’93
Χάρης Σαββόπουλος
Κριτικός Τέχνης