Η ζωγραφική του Δημήτρη Ξόνογλου – Από τον παλμό της ατομικής έκφρασης στον κώδικα της νέας εικονογραφίας

Η πρόσφατη ατομική έκθεση ζωγραφικής του Δημήτρη Ξόνογλου στο Γαλλικό Ινστιτούτο, επιβεβαίωσε την αρχική μας εντύπωση – που ένα έργο του είχε προκαλέσει σε μια ομαδική του 81 – ότι έχουμε να κάνουμε με ένα δημιουργό με εντελώς πρωτότυπη και νέα ζωγραφική στάση.

Έτσι μετά την περσινή του έκθεση στο «Ζυγό» της Αθήνας η τωρινή του ζωγραφική κατάθεση, με την μοναδική σε ένταση ατμόσφαιρα και την εκτυφλωτική χρωματική σφοδρότητα της μυθοπλαστίας του, το απέδειξε.

Ο Δημήτρης Ξόνογλου είναι αναμφίβολα ένας γνήσιος εκπρόσωπος της νέας εικονογραφίας ή σύμφωνα με το δόκιμο όρο του Ιταλού θεωρητικού Αχιλλέα Μπενίτο Ολίβια, ένας εκφραστής της τρανς-αβαγκαρντ (TRANS-AVANTGARDE) δηλαδή της τέχνης που ξεπέρασε την πρωτοπορία.

Απαραίτητες όμως κάποιες διευκρινίσεις για την τέχνη του παρόντος, πριν προσεγγίσουμε το έργο του ζωγράφου.

Σύμφωνα με τον Μπενίτο Ολίβα, η τράνς-αβαγκαρντ διαφέρει από την ως τώρα αποκαλούμενη πρωτοπορία στα εξής:

  1. Ως προς τους τόπους γέννησής της: δηλαδή η νέα αυτή ζωγραφική εμφανίζεται συγχρονικά σε διάφορες χώρες και επαρχίες σε αντίθεση με την πρωτοπορία (την μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο) που εκκολάπτεται στα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα πρώτα και κατόπιν ξεκινά για την περιφέρεια.
  2. Αν η πρωτοπορία αντλούσε τα ζωγραφικά της πρότυπα από την τέχνη των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας, τώρα η σημερινή αρνείται τέτοιους περιορισμούς και αντλεί τις μορφές της από το αποθησαύρισμα όλης της τέχνης τόσο του εθνικού όσο και του παγκόσμιου παρελθόντος. Έτσι η μονόδρομη καταγωγή καταργείται για να αποκτήσει το δέντρο της νέας οικογένειας βαθύτατες ρίζες που επιβεβαιώνουν τη βιολογία της τέχνης.
  3. Η δομή της νέας εικονογραφίας, σ’ αντίθεση με την πρωτοπορία, χαρακτηρίζεται από ένα πλέγμα υποκειμενισμού που δεν αυτοβιογραφεί αλλά εκφράζει με ελλεγμένη πλαστική γλώσσα προσωπικά μοτίβα.
  4. Η τέχνη του σήμερα απορρίπτει τις αυταπάτες της προηγούμενης (που είχε απομακρυνθεί από την ζωγραφική και δοκίμαζε νέες μεθόδους και υλικά μέσα στο κλίμα της οικονομικής ανάπτυξης) και ξαναγυρίζει στην πραγματική μαγεία και δύναμη της εικόνας, με συγγενικά χαρακτηριστικά σ’ όλους τους ζωγράφους, που απορρέουν από την εφιαλτική κατάσταση του κόσμου. Έτσι ο Δημήτρης Ξόνογλου (γεν. 1949) και οι άλλοι διεθνείς ομόλογοί του, όπως και αυτοί της γενιάς του 80, συμπυκνώνουν στις δημιουργίες τους όλο τους το πάθος για να μεταγγίσουν την ένταση στην εικόνα – κυρίαρχο χαρακτηριστικό – μέσα σε μια ελεύθερη διονυσιακή χρωματική και μορφική επιλογή. Άλλωστε είναι και η μόνη διέξοδος για να εκφράσουν την πικρία και την αδυναμία τους, μέσα σ’ ένα κόσμο ορθολογημένης τεχνολογίας, που του έχει αφαιρέσει ελπίδα επιβίωσης, ενώ η κρίση, η ανεργία και η αμφισβήτηση κάθε ιδεολογίας προόδου, τον μαστίζουν.

Στην τωρινή του έκθεση οι μεγάλες επιφάνειες, τα τρίπτυχα και τα σχέδιά του συνθέτουν ένα σύνολο με πρωτοφανέρωτο δυναμισμό και χρωματική σφοδρότητα, που μόνο το υποσυνείδητο και ο γυρισμός στην ένταση της έκφρασης μπορούν να γεννήσουν.

Συνδυάζοντας ο Ξόνογλου την εξπρεσσιονιστική και την σουρεαλιστική γλώσσα γνωρίζει ότι οι δύο αυτές τάσεις μπορούν να τροφοδοτήσουν στο έπακρο τις δυνατότητες του για να ζωγραφίσει ελεύθερα και τολμηρά τους στοχασμούς του. Δεν είναι τυχαία η επιλογή της ανθρώπινης φιγούρας. Έχει, ήδη, ανακαλύψει μέσα από τις σχεδιαστικές παραμορφώσεις του προσώπου του, τα πάθη της ανθρώπινης φύσης.

Στον πρώτο του ζωγραφικό κύκλο, η φιγούρα παραμένει μόνη μέσα σ’ ένα φλεγόμενο κόκκινο πεδίο – φωτιά που γλύφει τη γυμνή σάρκα. Δίπλα ή πάνω της μεγενθυμένα σύμβολα, όπως το ακουστικό τηλεφώνου, σ’ αρχέτυπο σχήμα φλογέρας, η ανθρώπινη καρδιά και άλλα που καλύπτουν συχνά το πρόσωπο.

Αναζητώντας ο ζωγράφος, την αιτία της ανθρώπινης μοναξιάς, την έλλειψη επικοινωνίας, την καταδυνάστευση του κόσμου μας και τις σχέσεις του μ’ αυτόν, προχωρεί σε εικόνες πιο σύνθετες δικής του μυθοπλαστίας που δεν της λείπει μια σαρκαστική διάθεση και ένας κάποιος θρησκευτικός μυστικισμός.

Γι’ αυτό τα εξπρεσσιονιστικά πορτραίτα αγίων με τη φωτιά του κόκκινου που έχει πυρώσει τα μαλλιά τους ή οι άλλοι άγιοι που συμβιώνουν και συμπληρώνουν τα σύγχρονα θέματα, δεν ξαφνιάζουν αντίθετα εντείνουν μια εκρηκτική εικονογραφία που μας πηγαίνει κατ’ ευθείαν σε βυζαντινές τοιχογραφίες της κόλασης και της φωτιάς.

Ωστόσο τα παραπάνω στοιχεία δεν αρκούν για να μιλούμε για νέα στάση και αισθητική, αν δεν μπορέσουμε να μεταγγίσουμε (έστω και με λέξεις) την φορτισμένη ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα φωσφορίζοντα, δυνατά χρώματα, τις γεμάτες ερωτισμό και αλληγορία εικόνες, την ένταση και τη μέθη του υποσυνείδητου κόσμου του καλλιτέχνη, τέλος το ζωγραφικό του παραλήρημα.

Γιατί μονάχα στα παράξενα ανθρώπινα πλάσματα του που σμίγουν, πετούν ή αυτοβασανίζονται, μέσα σ’ ένα σύμπαν χωρίς όρια, μακρυά από την γήινη στενότητα, μπορείς να πιάσεις τον παλμό, τη συγκίνηση και το νόημα μιας ατομικής έκφρασης που ήδη ανήκει στο συλλογικό κώδικα της νέας εικονογραφίας.

1983 Ιούνης 15

                                                                        Σοφία Καζάζη