Μια δυνατή προσωπική εξομολόγηση

Όταν έρχεσαι σε επαφή οπτικά με τους πίνακες του Δημήτρη Ξόνογλου, για πρώτη φορά, έχεις την αίσθηση πως παρευρίσκεσαι σε μια δυνατή προσωπική εξομολόγηση. Εξομολόγηση της εσωτερικής ζωής του ζωγράφου που ξετυλίγεται με πλούσια ζωγραφικά μέσα, και αφορά ένα πλήθος περιοχές που κυριαρχεί άλλοτε το ερωτικό στοιχείο, άλλοτε καυτός σχολιασμός, άλλοτε ένας δυνατός σαρκασμός, άλλοτε άλλες προσεγγίσεις. Και αυτόματα για την προσωπική του συμμετοχή σ’αυτήν δύο πράγματα καλείσαι να ελέγξης.

Την περιοχή του εσωτερικού κόσμου του ζωγράφου, το πάθος και την ειλικρίνεια που τον διέπει, την αδήριτη ανάγκη να τα εκφράση με τα διά του μέσα, τα ζωγραφικά, τις δονήσεις που παίρνει από τα πράγματα, τα πρόσωπα, τα γεγονότα και τις σχέσεις τους, μα πρό πάντων την σχέση την δική του μ’αυτά, και πιο πολύ ακόμα, την ψυχική και νοητική συγκρότηση του καλλιτέχνη, που κατόρθωσε να μεταλλάξη την προσωπική του συγκίνηση, σε ένα πολύ δυνατό λήπτη και σύγχρονα πομπό αυτών των μηνυμάτων.

Και σαν δεύτερο έρχεσαι να μελετήσεις τον τρόπο που διαλέγει ο ίδιος για να εκφραστεί, δηλαδή το πλαστικό του γλωσσάριο και να ελέγξης κατά πόσο είναι πρόσφορο στην έκφρασή του, κατά πόσο είναι αρμόδιο για να διατυπώσει την ζωγραφική του φωνή και να μπορέσεις τελικά να αποκρυπτογραφήσεις, τα σχεδιαστικά και χρωματικά του «σημεία» τους κόμπους σύμβολα, που θα σε οδηγήσουν στο να γίνει η ανάγνωσή σου πλήρης καταληπτή.

Από την πρώτη στιγμή υποψιάζεσαι πως η περιοχή του εσωτερικού κόσμου του ζωγράφου είναι μεγάλη, πλατειά και βαθειά και πως όλα εκεί κινούνται μέσα στο κλίμα των εσωτερικών οραμάτων. Η οξύτητά τους τα φορτίζει πολλές φορές με προφητικές ιδιότητες και αποπλέουν ένα βαθύτατο άρωμα μυστικισμού. Ο καλλιτέχνης προσφεύγει εκάστοτε θεματογραφικά σε θρησκευτικές παραστάσεις ή σύμβολα στα έργα του, μ’αυτό, δεν τον εκτοπίζει στο χώρο του θρησκευτικού εικαστικού οραματουργού.

Νομίζω περισσότερο πως ο μυστικισμός του τον τοποθετεί στα όρια της «μαγείας» και πως από την οδόν αυτήν εισχωρεί στο ευρύ πεδίο του σουρεαλισμού. Έτσι διαπιστώνω πως τα σύμβολα της κάθε μιας παράστασής του είναι τις περισσότερες φορές, αμφίδρομα και δέχονται περισσότερες από μία ερμηνείες.

Εν τούτοις όμως όλα συντάσσονται στον κύριο μύθο της εικόνας του απλά η αμφιδρόμηση αυτή πλουτίζει πολυφασικά τα «κλειδιά» της κλίμακας της σύνθεσής του. Όμοια διαπιστώνω πως του αρέσει η πυκνότητα στον μύθο δεν χρησιμοποιεί παρά τα απολύτως αναγκαία για την ευκρίνεια στην αναδίπλωση της ζωγραφικής του αφήγησης.

Διακρίνω μια ευστοχία γεμάτη αποφασιστικότητα στην επιλογή των στοιχείων και πως η φλυαρία του είναι εντελώς ξένη. Καταλαβαίνω πως ξέρει πια, ποια θα’ναι τα κορυφαία του επεισόδια και πώς θα τοποθετηθούν στο χώρο του πίνακά του. Τούτο πιστεύω, γίνεται ακόμα γιατί ο αρχικός συναισθηματικός κραδασμός είναι ισχυρός, ειλικρινής και καθορισμένος σε ένταση και ποιότητα, και γιατί ένα γερό οπτικό ένστικτο ξέρει να του διατυπώσει με σαφήνεια, λιτότητα και πληρότητα.

Αυτός ο πλούσιος ψυχισμός του καλλιτέχνη έχει βρη από καιρό το πλαστικό του γλωσσάριο. Παραμορφώσεις σχεδιαστικές και χρωματικές, μεγενθύνσεις ενός στοιχείο, εξάρσεις χρώματος και φόρμας, αντιθέσεις χρωματικές και πλημμύρες χρωματικών ροών, αλλά και αποσβέσεις στοιχείων είτε για να δηλωθή η σχετική τους έλλειψη σημασίας είτε αντίθετα για να τονισθεί η εξαιρετική τους σήμανση.

Εντάσεις στην γενική χρωματική κλίμακα ώστε να θυμίζει μουσική σύνθεση με χάλκινα και κρουστά χωρίς ποτέ η πολυφωνηκότητα να γίνει εκκωφαντική αλλ’ αντίθετα ο βαθύτονος αυτός λυρισμός να φέρνει στην μνήμη ομαδική προσευχή.

Η χρήση των συμβόλων του με περίσκεψη και φειδώ. Οι πίνακες του περνούν από το μαρτύριο της φωτιάς. «Φλέγονται αλλά δεν καίγονται» γιατί η φλόγα τους έχει γενεσιουργά και όχι καταστρεπτικά αποτελέσματα.

Αυτό άραγε μου θυμίζει τις μεταβυζαντινές εικόνες και τοιχογραφίες;

Όμως όπως παρατήρησα πιο πάνω συχνά στην δουλειά του εισχωρεί η σάτυρα, ίσως πιο ορθά θα έπρεπε να πω, ο αυτοσαρκασμός και η αυτοανάλυση. Είναι φανερό πως ομαδοποιεί τα θέματά του. Κάθε ομάδα διαθέτει πολλούς πίνακες για να ολοκληρώσει και να εξαντλήσει τον αρχικό της ερεθισμό ως τέλος. Για κάθε ομάδα υπάρχει κοινή εκκίνηση κοινή το πλείστον χρήση συμβόλων και τεχνικών μέσων και ιδιαίτερος τρόπος στη διήγηση, όμως καταφέρνει σ’όλες τις ομάδες να κυριαρχεί το ενιαίο προσωπικό ύφος. Αυτή η κατάτμηση σε ενδιαφέροντα καταφανώς δείχνει την έρευνα του ζωγράφου μέσα σ’όλο το άνυσμα της συγκινησιακής του περιοχής. Μια ενδοσκόπηση χωρίς περιφράσεις ανηλεής, οξεία και καταλυτική.

Η ζωγραφική του Ξόνογλου, είναι προφανώς ορμητική. Όμως η γόνιμη ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη έχει βρει εκφραστικούς τρόπους και μέσα, ώστε να δύναται να περάσει στον θεατή το μήνυμα και την αγωνία της και να τον καταλαμβάνει αποτελεσματικά και με πληρότητα.

Νίκος Σαχίνης

καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ.

Θεσ/νίκη τη 9-3-1982